Θανάσης Μαρκόπουλος, Χαμηλά ποτάμια, εκδ. Μελάνι, 2015


Ο χρόνος είναι το κυρίαρχο στοιχείο σε όλα σχεδόν τα ποιήματα. Έρχεται και επανέρχεται ως χρόνος περασμένος αλλά και μελλούμενος. Πως αφομοιώνεται και πως εισπράττεται ο χρόνος (και) μέσα από τις συγκρίσεις του χθες με το σήμερα. Εντός του χρόνου η απουσία, η απουσία του πατέρα, του Χρήστου Μπράβου, του παππού, του παιδικού του φίλου, της κυρα-Κατίνας... Ναι, και ο έρωτας αλλά ως ανάμνηση-μακρινό παρελθόν ή ως επιθυμία ( όλα τα χαλαλίζω / για εκείνο το λαχταριστό μελαχρινό κορίτσι ). Στο Σκέτος αέρας συναντάμε τον απολογισμό: Βαδίζω στα εξήντα και δύο / βρέχει χιονίσει / Κοιτάζω μπροστά μου / βουνά και λαγκάδια / θάλασσες που ανθίζουν / δρόμοι γκρεμοί και δρόμοι γεφύρια / κι ανοιχτά ενδεχόμενα / σαν παράθυρα θέρους / Κοιτάζω πίσω μου / σκέτος αέρας
Στον αντίποδα του κλίματος, αλλά στην ίδια θεματική, τα αυτοσαρκαστικά στιγμιότυπα στο ποίημα Το βλέμμα των άλλων. Το τρίτο: Μπαίνω στο λεωφορείο Σταθμός-Χαριλάου / Κοπελίτσα κλωνί με μάτια της άνοιξης παραχωρεί ευγενώς τη θέση της / Κοιτάζω πίσω μου δε βλέπω κανέναν
Γιώργος Καλιεντζίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου