31 Δεκεμβρίου 2015

Η λέξη του μήνα: ερημιά 19.7

από την Χριστιάνα Βέλλου


Την χρονιά αυτή, το 2015, την αποχαιρετούμε με την επιλογή της Χριστιάνας, για τη λέξη του μήνα που αυτή πρότεινε. 
Ο ήχος του ακορντεόν, στη μελωδία του Μάνου Χατζηδάκι, ανοίγει τα χέρια σου, σ' αγκαλιάζει και αρχίζει να σε στριφογυρνά, απαλά, σαν χάδι, σαν άνεμος το φθινοπωρινό φύλο. Και μπορείς να ονειρευτείς αυτά που δεν έζησες και να ομορφείνεις αυτά που είδες.

30 Δεκεμβρίου 2015

Ελάβαμε / Δεκέμβριος 2015

Το «Ελάβαμε»του μηνός Δεκεμβρίου θα παρουσιαστεί μαζί με εκείνο του Ιανουαρίου του 2016. Αποχαιρετούμε το 2015 με μια ποιητική συλλογή που ξεχωρίσαμε -με τον υποκειμενισμό που αυτό το ρήμα εμπεριέχει. 
Γιώργος Καλιεντζίδης

Συνάντησα τα ποιήματα του Γιώργου Χ. Παπαδόπουλου εντελώς συμπτωματικά, σχεδόν τυχαία. Η αισθητική του βιβλίου του Μικρές αγγελίες και Ενήλικα επειδή (εκδόσεις University Studio Press, 2015) ήταν το πρώτο κίνητρο επικοινωνίας. Υπόλευκο(;) εξώφυλλο, απέριττο, με τρεις τέμνουσες του επιπέδου,  κεραμιδί  προς το κόκκινο. Αν και ο ποιητής διδάσκει και ερευνά την κατασκευή του εγκεφάλου, ως Καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,  λοξοκοιτάζει και προς τα μαθηματική λογική των πραγμάτων, καθώς η παράθεση των ποιημάτων του ακολουθεί με συνέπεια για 29 από τις 30 φορές (μπορούμε να τα εκλάβουμε και ως ζεύγη) την αυστηρή σειρά-διάταξη: ενός άτιτλου πεζοποιήματος σε πλάγια γραφή, που μπορεί να εκληφθεί και ως ο ορισμός ενός θεωρήματος (Ενήλικα επειδή), και δύο ολιγόστιχων ποιημάτων,  οι μικρές αγγελίες, για 22 περιπτώσεις από τις 29, που μπορούν να ειδωθούν και ως αξιώματα, δηλαδή που δεν αποδεικνύονται και χρησιμεύουν ως αρχή για το συμπέρασμα άλλων προτάσεων. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό των 44 αυτών ολιγόστιχων ποιημάτων είναι το ότι οι τίτλοι τους συνθέτουν μια πρόταση. Σε 6 από τις 29 περιπτώσεις έχουμε ένα και μόνο ολιγόστιχο ποίημα που ακολουθεί το πεζοποίημα και σε μια περίπτωση τρία ολιγόστιχα ποιήματα. Δεν μπόρεσα να κατανοήσω τη διαφοροποίηση αυτή -ίσως με τον καιρό. 
Το τελευταίο πεζοποίημα είναι ασυνόδευτο, "ορφανό", δηλαδή δεν το ακολουθεί κανένα ποίημα, παρά μόνο τεμνόμενες ευθείες στα δύο επίπεδα των επόμενων σελίδων. 
Ας δούμε το πρώτο επειδή, στη σελίδα 7,  και τις δύο μικρές αγγελίες που το ακολουθούν, στη σελίδα 9.  


Διαβάζουμε στη σελίδα 7:

Εξαιτίας μίας ανεξήγητα επιδιωκόμενης 
ισορροπίας ανάμεσα στο κατανοητό και
Γιώργος Χ. Παπαδόπουλος,
Μικρές αγγελίες και Ενήλικα επειδή,
εκδ. University Studio Press, 2015
στο ακατανόητο, οι άνθρωποι φτιάχνουν
και χρησιμοποιούν λέξεις που
καταλαβαίνουν και λέξεις που δεν 
καταλαβαίνουν. Η τάση τους αυτή, καθώς
και μία εγγενής προδιάθεση να
προστατεύουν εαυτούς από το νόημα των 
πραγμάτων, τους οδηγεί να χρησιμοποιούν 
καθημερινά τις λέξεις που δεν 
καταλαβαίνουν για να βγουν από το 
αδιέξοδο αυτών που θα μπορούσαν να
καταλάβουν.

Και στη σελίδα 9 διαβάζουμε:


ΜΙΚΡΕΣ
Προβλήματα ενηλικίωσης
του ενεστώτος
αναζητούν συγκάτοικο.
Δεκτές και ερμηνείες,


ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΕΣ ΑΓΕΛΙΕΣ
Ζητείτε ουσία
εξαφανισθέντος ονείρου.


Δεν έχω διαβάσει τις άλλες ποιητικές και πεζογραφικές καταθέσεις του Γ.Χ.Π., αλλά από αυτήν και μόνο είναι φανερό ότι έχει τη χάρη να μετασχηματίζει με δημιουργικό τρόπο τις γνώσεις του για τη λειτουργία του εγκεφάλου, θέτοντας ζητήματα και ερωτήματα που αφορούν τη δημιουργία και τη χρήση της γλώσσας, τον κόσμο των εννοιών, των σκέψεων, των συναισθημάτων, της αντίληψης, του νοήματος της ζωής, των διλημμάτων της. Γνώστης της γλώσσας -λιτή γλώσσα με ουσία, με μετρημένη δόση ειρωνείας όπου χρειάζεται. Συστήνει, μας γνωρίζει τη δική του θέαση, τη δική του ερμηνεία, τις δικές του λύσεις

Και ως επίλογο το πεζοποίημα της σελ. 39:

Όταν ο διαιρετέος είναι η ζωή και διαιρέτης
το νόημα, το ατελές πηλίκο σκάει πάντα στα
χέρια της εβδομάδας. Το υπόλοιπο
ζητούμενο προσεγγίζει μοιραία το άπειρο.

Καλοτάξιδο.

29 Δεκεμβρίου 2015

Η λέξη του μήνα: ερημιά 19.6

από τον Γιώργο Καλιεντζίδη 


Η λέξη ερημιά από μόνη της βαρύ φορτίο, αδιευκρίνιστο περιεχόμενο, καθώς αγγίζει τις ρίζες μύχιων σκέψεων ή,καλύτερα, επικροτεί την κυριαρχία τους, ανάμεσα στο πλήθος ή ολομόναχος -δεν έχει σημασία. Και την ερημιά με ποιον μπορείς να την μοιραστείς; Σαν μια πληγή στο βάθος του στέρνου σου, κι ας τη νιώθεις λυτρωτική φορές, αναγκαία. Σίγουρα θα την αντάλλασσες με μια ζεστή αγκαλιά, με τη φωτιά του καινούργιου, με ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο -κι ας μην το παραδέχεσαι. Γι΄αυτό σου είναι πιο εύκολο να την σιγοτραγουδάς από να την κουβεντιάζεις.
γκ 

 
Σαν χαθώ θα με ζητάς
Τη ζωή σου θα σκορπάς
Μες στα βρώμικα σοκάκια
Με αγάπες μιας βραδιάς
Κι όπως θα’ σαι μοναχός
Μες στην ερημιά της γης
Θα κρεμάσεις κάποια νύχτα
Τα κουρέλια της ψυχής
Και θα μου ζητάς να’ ρθώ
Να σε βρω στην ερημιά
Μα εγώ δεν θα υπάρχω
Θα’ μαι πια πολύ μακρυά
Σαν χαθώ θα με ζητάς
Της ζωή σου θα σκορπάς
Στη σιωπή της μοναξιάς σου
Σαν ληστής και σαν φονιάς
Θα ζητάς να μ’ αναστήσεις
Μα θα είναι πια αργά
Και δεν θα’ χω να σου δώσω
Άλλη αγάπη στην καρδιά
Κι όπως θα’σαι μοναχός...

Πηγή: http://kithara.to

28 Δεκεμβρίου 2015

ΕΡΤ και ΕΡΤ3 - Δεν άνθησαν ματαίως τόσα θαύματα: «Τα 400 χτυπήματα»

ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΤΡΥΦΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟΥ «ΤΑ 400 ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ»
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΛΕΣΧΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΕΡΤ-3

Η Κινηματογραφική Λέσχη των εργαζομένων της ΕΡΤ-3, ξεκινώντας το νέο αφιέρωμά της με τίτλο Γαλλική Τρυφ(ο)ερότητα, παρουσιάζει τη Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου στις 21:00 στην αίθουσα ΒΑΚΟΥΡΑ 2 (Ιωάννου Μιχαήλ 8, τηλ. 2310233665) το αριστουργηματικό βραβευμένο δράμα του Φρανσουά Τρυφό Τα 400 χτυπήματα (Γαλλία, 1959, ασπρόμαυρη, 99'). Παίζουν: Ζαν Πιέρ Λεό, Κλερ Μοριέ, Αλμπέρ Ρεμί, Γκυ Ντεκόμπλ.

Η ταινία είναι μια ευγενική προσφορά της New Star και του κ. Bελισάριου Κοσυβάκη, ενώ η συνδιοργάνωση και καλλιτεχνική επιμέλεια γίνονται από το ΚΕΜΕΣ. Θα προλογίσει ο Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου, ενώ στους θεατές θα διανεμηθεί έντυπη ανάλυση της κ. Τζίας Γιοβάνη από την εφημερίδα “Ριζοσπάστης”. Στο τέλος της προβολής θα ακολουθήσει μακρά συζήτηση με το κοινό.

Το προς συζήτηση θέμα στο λαϊκό πανεπιστήμιο για τον κινηματογράφο θα είναι: Ο παντοτινός νεανικός αντικομφορμισμός ενάντια στο κατεστημένο.

Ένα μικρό αγόρι υποφέρει από έλλειψη προσοχής μετατρέπεται σε μικροκακοποιό από αντίδραση.

Η ανάλυση που θα διανεμηθεί είναι η ακόλουθη:

«Ο Φρανσουά Τρυφό ήταν 27 χρονών όταν γύρισε «Τα 400 Χτυπήματα» με δάνειο 75.000 δολαρίων από τον πεθερό του. Μια ταινία λυρική, με παντελή όμως απουσία συναισθηματισμού, με έναν έφηβο Παριζιάνο από τις γκρίζες γειτονιές στο επίκεντρο. Στο ρόλο του 15χρονου Αντουάν Ντουανέλ ο ηθοποιός Ζαν - Πιερ Λεό, alter ego του Τρυφό και το πρόσωπο της νουβέλ βαγκ προς τα έξω. Ο σκηνοθέτης αφιέρωσε το φιλμ του στον κριτικό και θεωρητικό του κινηματογράφου Αντρέ Μπαζέν, ο οποίος πέθανε μόλις τη δεύτερη μέρα των γυρισμάτων. Η ταινία «Τα 400 Χτυπήματα» παραπέμπει ενσυνείδητα στην ταινία του Ζαν Βιγκό «Zerode conduite» από το 1933 και εντάσσεται στην παράδοση του γαλλικού κινηματογράφου για παιδιά και εφήβους.
Το 1954, ο νεαρός κριτικός Φρανσουά Τρυφό, που αποτελεί μέρος της ομάδας, στο άρθρο του «Μια κάποια τάση του γαλλικού σινεμά» καταφέρεται βίαια κατά των ισχυουσών δομών του συμβατικού εμπορικού κινηματογράφου. Το 1958 πετά μια πέτρα στα λιμνάζοντα ύδατα του γαλλικού σινεμά από τις σελίδες του περιοδικού «Arts». Αρθρογραφεί πάλι εναντίον της κινηματογραφικής βιομηχανίας του εμπορικού σινεμά και της άκαμπτης δομής της παραγωγής στη Γαλλία που εμποδίζει απαγορευτικά την είσοδο σε όποιον δεν προσαρμόζεται στους κανόνες της αγοράς. Ο Τρυφό τον επόμενο χρόνο περνά από τη θεωρία στην πράξη με την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους «Τα 400 Χτυπήματα».
Η ταινία, που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει συγγενής του νεορεαλισμού, αφηγείται την ιστορία του Αντουάν Ντουανέλ, ενός δεκαπεντάχρονου ευαίσθητου κι ευάλωτου εφήβου, γόνου μικροαστικής οικογένειας που συμπεριφέρεται σαν παλιόπαιδο γιατί αισθάνεται θύμα ενός αδιάφορου οικογενειακού περιβάλλοντος κι ενός εχθρικού κόσμου. Η κοινωνική καταγγελία του Τρυφό αρθρώνεται ψιθυριστά και σε επίπεδο εικόνας, αλλά και λόγου. Ο λόγος συνιστά κυρίαρχο στοιχείο στο σινεμά του σκηνοθέτη, που σχολιάζει τη ζωή μέσα από το μέσο του σινεμά, χωρίς διάθεση ανατροπής των κανόνων του κινηματογραφικού παιχνιδιού. Ο Τρυφό αντιμετωπίζει τον Αντουάν μέσα από ένα βλέμμα συνενοχής (στο φιλμ υπάρχει πληθώρα αυτοβιογραφικών στοιχείων και αναφορών) και δικαιολογεί τη συμπεριφορά του εφήβου γιατί πάσχει από έλλειψης αγάπης. Στο φόντο το Παρίσι, η γειτονιά Clichy, ορθώνεται μέσα στην ασπρόμαυρη φωτογραφία με κάμερα ιδιαίτερα κινητική και ελαφριά, κάτι που συνιστά κανόνα ύφους για τη νουβέλ βαγκ. Για τις στιλιστικές συμβάσεις της νουβέλ βαγκ υπάρχουν θεωρητικές αιτίες, αλλά και οικονομικές που σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν και το αισθητικό αποτέλεσμα. Οι αιτίες αυτές καθόρισαν το χαρακτήρα του νέου κύματος ως κινηματογράφο αυτο-στοχαστικό ή metacinema, κινηματογράφο για τη διαδικασία, αλλά και τη φύση του ίδιου του κινηματογράφου.»

 
ΔΕΚΑ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΣΕΤΕ ΤΑ «400 ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ»

Εξάλλου, 10 λόγοι για να μην χάσετε τα 400 χτυπήματα είναι:

1.    Για τον σαφέστατο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα της ως πρώτης ταινίας του Τρυφό.
2.    Για το αρχόμενο συνεχές χάπενινγκ με τον Ζαν Πιέρ Λεό.
3.    Για τη σαφή συμμετοχή στη νουβέλ βαγκ με διαδικασίες διαφορετικές από του Γκοντάρ και του Σαμπρόλ.
4.    Για τη σαφέστατη συγγένεια με το σινεμά του αβανγκαρντίστα Ζαν Βιγκό.
5.    Γιατί στην ιδεολογία του βγάζει το πνεύμα του επερχόμενου γαλλικού Μάη.
6.    Γιατί ο Τρυφό αποδέχεται την παραβατικότητα του μικρού ήρωα όχι μόνο ως σημείο αναφοράς στον εαυτό του, αλλά γιατί τη θεωρεί δικαιολογημένη.
7.    Για τον εξαιρετικό συνδυασμό ντοκυμαντέρ και μυθοπλασίας.
8.    Για την επίθεση σε όλες τις δομές του αστικού κατεστημένου.
9.    Για τη διαχείριση ενός πληθωρικού λόγου που ανατρέπει τις συμβάσεις της αστικής δραματουργίας.
10.  Γιατί έρχονται να συμπληρώσουν ανάλογες ταινίες από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.


Υ.Γ. Την επόμενη Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016 η Κινηματογραφική Λέσχη των εργαζομένων της ΕΡΤ-3 προβάλλει στα πλαίσια του ίδιου αφιερώματος το παραγνωρισμένο αριστούργημα του Φρανσουά Τρυφό Το απαλό δέρμα (1964).

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΛΕΣΧΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΕΡΤ-3 ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΓΑΛΛΙΚΗ ΤΡΥΦ(Ο)ΕΡΟΤΗΤΑ

28/12/2015  ΤΑ 400 ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ (LES QUATRE CENTS COUPS, 1959) του Φρανσουά Τρυφό

4/1/2016  ΤΟ ΑΠΑΛΟ ΔΕΡΜΑ (LE PEAU DOUCE, 1964) του Φρανσουά Τρυφό

ΤΑΙΝΙΑ-ΕΚΠΛΗΞΗ

11/1/2016  Ο ΝΤΙΛΙΝΓΚΕΡ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ (DILLINGER E MORTO, 1969) του Μάρκο Φερέρι

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΓΑΛΛΙΚΗ ΤΡΥΦ(Ο)ΕΡΟΤΗΤΑ

18/1/2016  ΠΥΡΟΒΟΛEIΣΤΕ ΤΟΝ ΠΙΑΝΙΣΤΑ (TIREZ SUR LA PIANISTE, 1960) του Φρανσουά Τρυφό

25/1/2016  Η ΑΛΗΘΕΙΑ (LA VERITE, 1960) του Ανρί-Ζορζ Κλουζό


Σε ενδιάμεση ημερομηνία θα προβληθεί ταινία-έκπληξη με πρόλογο του σκηνοθέτη της.


ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Α ΛΑ ΣΠΑΓΓΕΤΙ

1/2/2016  ΤΖΑΝΓΚΟ (DJANGO, 1966) του Σέρτζιο Κορμπούτσι

8/2/2016  Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΡΙΝΓΚΟ (IL RITORNO DI RINGO, 1965) του Ντούτσιο Τεσάρι

15/2/2016  ΑΙΜΑ ΓΙΑ ΑΙΜΑ (FACCIA A FACCIA, 1967) του Σέρτζιο Σολίμα

22/2/2016  Ο ΕΚΔΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ (IL GRANDE SILENZIO, 1968) του Σέρτζιο Κορμπούτσι

29/2/2016  ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ (MY NAME IS NOBODY/ IL MIO NOME E NESSUNO, 1973) του Τονίνο Βαλέρι, από μια ιδέα του Σέρτζιο Λεόνε

27 Δεκεμβρίου 2015

Είπαν: Margaret Cousins

Πηγή εικόνας: Margaret Cousins





"Τα Χριστούγεννα στην ουσία είναι για τους ανθρώπους που μεγάλωσαν και έχουν ξεχάσει ότι τα παιδιά ξέρουν. Τα Χριστούγεννα είναι για όποιον είναι αρκετά ώριμος για να αρνηθεί το ανικανοποίητο πνεύμα του ανθρώπινου είδους" 


Margaret Cousins

26 Δεκεμβρίου 2015

78 Βιβλίο - Τέτα Μακρή, "Το απολεσθέν διαβατήριο του Ζέμπαλντ" (5ος χρόνος)

Τέτα Μακρή, Το απολεσθέν διαβατήριο του Ζέμπλαντ

Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2014
Βιβλίο 78ο
21-10-2015

Πρόταση της Ντίνας Παπαδοπούλου


Κλεοπάτρα Τσάκουρη


Αυτό που μου έμεινε διαβάζοντας το βιβλίο της Τέτας Μακρή, Το απολεσθέν διαβατήριο του Ζέμπαλντ, είναι μια γυναικεία μελαγχολία μαζί με μια αισιόδοξη νότα. Μια γαλαζοπράσινη πινελιά ενός πίνακα μισοφτιαγμένου, ενός έργου μισοτελειωμένου ν’ ακουμπά την ψυχή σου, ν’ αγγίζει το μυαλό σου. Μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ιδέες, συναισθήματα, φιλίες, γεμίζουν το κείμενο, όμοια με καθρέφτη, βλέπεις μέσα τους τον εαυτό σου, τις μύχιες σκέψεις σου, τις αμφιβολίες, τα ερωτηματικά. 
Οι άνθρωποι είναι τόσο διαφορετικοί και συνάμα τόσο όμοιοι, που παραξενευόμαστε όταν το παρατηρούν αυτό. Είναι μια διαπίστωση πικρή, πραγματική, γλυκιά, ευαίσθητη. Η ζωή , η αγάπη , ο έρωτας , η δημιουργία -είναι πάνω απ’ όλα αυτά-, μας οδηγούν σε κάθε πράξη μας, σε κάθε λόγο μας. «Η ζωή περνάει στην αφήγηση από την μία στιγμή στην άλλη. Δεν συμβαίνει πλέον, απλώς , μπορείς να μιλάς γι’ αυτή» γράφει η Τέτα Μακρή.

Παύλος Νεράντζης
Η αφήγηση της Τέτας Μακρή κινείται παράλληλα σε δύο επίπεδα: την αυτοβιογραφική πορεία μέσα στον χρόνο που δίνεται με στιγμιότυπα της καθημερινότητας από τότε που ήταν μικρό κορίτσι μέχρι τις μέρες μας και από την άλλη, περπατώντας στα χνάρια του Ζέμπαλντ σε μια προσπάθεια να βρει και να καταγράψει κοινά σημεία, αυτά που η ίδια η συγγραφέας, ο Ζέμπαλντ, ο Τζόϋς, ο Πεσσόα, όπως αναφέρει στην αρχή του βιβλίου της (σελ. 11), χαρακτηρίζουν ως καθημερινά και ασήμαντα. Τα οποία, όμως, δεν είναι καθόλου ασήμαντα, όπως για παράδειγμα, όπως γράφει λίγες αράδες μετά η Μακρή «πώς ξεπερνάς τη μοναξιά, πώς την έγνοια που σε τρώει για αυτούς που αγαπάς, πώς την απορία για αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο, πώς καταφέρνεις να ελπίζεις και να ονειρεύεσαι… πώς βρίσκεις που να κρατηθείς για να χαμογελάσεις…».
Πρόκειται ουσιαστικά για ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο που εκτυλίσσεται ταυτόχρονα σε δύο τόπους, τη Θεσσαλονίκη και το Λιμόνε, στη Λάγκο της Κάρτα της Ιταλίας. Η αναζήτηση του Ζέμπαλντ είναι ουσιαστικά η αφορμή, το άλλοθι της συγγραφέως για να ξεδιπλώσει τη δική της ιστορία. Ο βιωματικός λόγος στην υποκειμενικότητά του μετουσιώνεται σε αντικειμενική αλήθεια, αποκτά μια καθολικότητα.
Η Μακρή κάνει ουσιαστικά ένα εσωτερικό διάλογο με τον εαυτό της, ένα φιλοσοφικό διάλογο με το alter ego της και δευτερευόντως επιχειρεί να εκτεθεί στο κοινό για να μοιραστεί μαζί του κοινούς προβληματισμούς, κοινές αγωνίες, κοινά όνειρα. Το πρώτιστο είναι ο εσωτερικός διάλογος, η ανάγκη να αποτυπώσει στο χαρτί κάτι για να το επεξεργαστεί καλύτερα, για να νιώσει καλύτερα. Πρόκειται, όμως, ουσιαστικά για ένα διάλογο οικουμενικό, πανανθρώπινο, έστω κι αν κρύβεται πίσω από «ανούσια» πράγματα, συζητήσεις και εικόνες πάλι μέσα στην καθημερινότητα.
Γιατί ο διάλογος δεν είναι μόνον της Μακρή, αλλά οικουμενικός; Διότι απλά η συγγραφέας θίγει, περιγράφει, αναπτύσσει με ένα απλό τρόπο αξίες και πρότυπα συμπεριφοράς, στάσεις ζωής και ψυχικές καταστάσεις που συναντάς παντού, σε κάθε σημείο του πλανήτη, σε ανεπτυγμένες και υποανάπτυκτες χώρες. Κυρίαρχα συναισθήματα, αυτά που καθορίζουν εν πολλοίς και όλους τους ανθρώπους, η αγάπη (σελ. 134), ο έρωτας (σελ. 58), η περίοδος της ενηλικίωσης (σελ.52), η τρέλα (σελ.59), η μοναξιά, η συντροφικότητα, ο αλτρουϊσμός, η ζωή (σελ.99, 134), ο θάνατος (σελ.92), η μνήμη (σελ.73). Και πάνω απ΄ όλα αυτά ο χρόνος, ο παντοκράτορας χρόνος (σελ. 149).
Συχνά λέω ότι ο άνθρωπος εφόσον δεν μπορεί να επιμηκύνει τον χρόνο, -ο χρόνος είναι τετελεσμένος-, επιχειρεί να επιμηκύνει τον τόπο, τον χώρο. Για αυτό ταξιδεύει. Ίσως για αυτό να ένιωσε την ανάγκη η συγγραφέας να κάνει ένα ταξίδι στη Lago di Garda και ταυτόχρονα ένα ταξίδι στο παρελθόν. Ιδού τι γράφει για τον χρόνο, τη ζωή, το θάνατο: (σελ.134, 135, 149) «Χρειάζεται απόσταση από τα γεγονότα για να δούμε τη ζωή από κοντά. Το μίσος και η εκδίκηση δεν χορταίνονται. Όμως και η αγάπη το ίδιο… Την αγάπη δεν την πετάς όταν κι αν, τη συναντήσεις» (σελ. 134)
«Αυτό που τρομάζει τους ανθρώπους, είτε πιστεύουν σε μια συνέχεια, είτε όχι, είναι η ανησυχία για το τι θα γίνουν οι άλλοι χωρίς αυτούς. Είναι το πιο σκληρό απ΄ όσα πρέπει να δεχτούμε, ότι κανείς δεν θα μας αναζητήσει, ότι όλα, θα κυλήσουν και χωρίς εμάς και τα κενά θα αναπληρωθούν τις περισσότερες φορές… Οι άνθρωποι που μας γνώρισαν και μας αγάπησαν θα αφηγηθούν ίσως τη ζωή μας με έναν διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Καμία από τις αφηγήσεις δεν θα είναι όμοια με την άλλη. Στη συνέχεια το θέμα της ζωής των άλλων θα αποσπάσει το ενδιαφέρον τους, χαρίζοντάς μας τη γαλήνη της λήθης» (σελ.135).
«Ο χρόνος δεν φτάνει ποτέ για να πραγματοποιήσουμε τα σχέδια της ζωής μας, είναι ατέλειωτος όταν είμαστε σε αναμονή και σπάνια περισσεύει ανάμεσα σε δύο ασχολίες. Αυτός ο χρόνος λοιπόν μου αρέσει, ο πλεονάζων χρόνος που σταματάει για λίγο το αμετάκλητο πέρασμά του… Αυτές τις στιγμές σκεφτόμαστε την ως τότε ζωή μας κάνοντας διορθωτικές αλλαγές στο παρελθόν. Ο χρόνος που έχουμε μπροστά μας είναι παρηγορητικός, γιατί μπορούμε να τον γεμίσουμε με όνειρα και ελπίδες, όμως ακόμη δεν έχει γίνει η ζωή μας» (σελ. 149).
Εμπειρίες ανάλογες με εκείνες της Μακρή βίωσα σε δύο σχετικά πρόσφατα ταξίδιά μου στην Ιταλία. Στη Μπολόνια όπου σπούδασα, τριγυρνώντας πάλι στους δρόμους και στα σοκάκιά της γεμάτος αναμνήσεις και στη Lago di Garda όπου το 1972 από τη Μπολόνια είχα αποδράσει με το αυτοκίνητό μου, ένα παμπάλαιο VW που είχα αγοράσει την ίδια μέρα.
Το βιβλίο της Ζέτας Μακρή είναι εξαιρετικό, μια καλή πρόταση σε όποιον αρέσει ο στοχασμός, η δεύτερη ανάγνωση των πραγμάτων, να σταματά λίγο –όχι πολύ- και να παρατηρεί τα πράγματα γύρω του γιατί έτσι η ζωή είναι ωραιότερη, έχει άλλη γεύση.
Μία μόνον παρατήρηση προς τη συγγραφέα: καθότι έχει πολλές αναφορές στο παρελθόν της δεκαετίας του ΄40 και ΄50, γιατί δεν αναφέρεται καθόλου στη Δημοκρατία (τρόπος του λέγειν, αλλά έτσι αποκαλέστηκε) του Σαλό, που δημιούργησε ο Μουσολίνι στις 23 Απριλίου 1943 και κράτησε μέχρι τα μέσα του 1945, όταν οι Σύμμαχοι απελευθέρωσαν τη βόρεια Ιταλία. Το Σαλό βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα από το Λιμόνε.

25 Δεκεμβρίου 2015

Νικηφόρος Λϋτρας, Κάλαντα

Πηγή: Νικηφόρος Λύτρας, Κάλαντα, 1872, ιδιωτική συλλογή
Πηγή: Νικηφόρος Λϋτρας 
Με αφορμή τον διάσημο πίνακα "Κάλαντα" του Νικηφόρου Λύτρα,
θυμόμαστε τα παροδοσιακά κάλαντα της περιοχής μας.


 Χριστουγεννιάτικα κάλαντα της Μακεδονίας

Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα,

τώρα Χριστός γιννιέτι. (δις)

Γιννιέται κι βαφτίζιτι,

στους ουρανούς απάνου. (δις)

Όλοι οι Αγγέλοι χαίρουντι,

κι όλοι δοξολογιούντι. (δις)

Και τα δαιμόνια σκάζουνε,

και σκάζουν και πλαντάζουν. (δις)

Σε τούτο το σπίτι πού ‘ρθαμε,

μι μάρμαρου στρουμένου. (δις)



Καλά Χριστούγεννα!

24 Δεκεμβρίου 2015

Φώτης Κόντογλου Χριστούγεννα στὴ σπηλιά

Φώτης Κόντογλου:  Χριστούγεννα στὴ σπηλιά 

Έργο του Φώτη Κόντογλου
Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα καὶ χιονιᾶς πάντα πᾶνε μαζί. Μὰ ἐκείνη τὴ χρονιὰ οἱ καιροὶ ἤτανε φουρτουνιασμένοι παρὰ φύση. Χιόνι δὲν ἔρριχνε. Μοναχὰ ποὺ ἡ ἀτμόσφαιρα ἤτανε θυμωμένη, καὶ φυσούσανε σκληροὶ βοριάδες μὲ χιονόνερο καὶ μ᾿ ἀστραπές. Καμμιὰ βδομάδα ὁ καιρὸς καλωσύνεψε καὶ φυσοῦσε μία τραμουντάνα ποὺ ἀρμενιζότανε. Μὰ τὴν παραμονὴ τὰ κατσούφιασε. Τὴν παραμονὴ ἀπὸ τὸ πρωΐ ὁ οὐρανὸς ἤτανε μαῦρος σὰν μολύβι, κ᾿ ἔπιασε κ᾿ ἔρριχνε βελονιαστὸ χιονόνερο.

Σὲ μία τοποθεσία ποὺ τὴ λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ἕνα μαντρὶ μὲ γιδοπρόδατα, ἀπάνω σὲ μιὰ πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ ποὺ κοίταζε κατὰ τὸ πέλαγο· τὸ μέρος αὐτὸ ἤτανε ἄγριο κ᾿ ἔρημο, γεμάτο ἀγριόπρινα, σκίνους καὶ κουμαριές, ποὺ ἤτανε κατακόκκινες ἀπὸ τὰ κούμαρα. τὸ μαντρὶ ἤτανε τριγυρισμένο μὲ ξεροτρόχαλο.
Οἱ τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ ποὺ βρισκότανε παραμέσα καὶ πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὴ μάντρα καὶ ποὺ κοίταζε κατὰ τὴ νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, μὲ τρία - τέσσερα χωρίσματα, κι ἀψηλὴ ὡς τρία μπόγια. Τὰ ζωντανὰ σταλιάζανε κάτω ἀπὸ τὶς χαμηλὲς σάγιες, ποὺ ἔσκυβες γιὰ νὰ μπεῖς μέσα. Σωροὶ ἀπὸ κοπριὰ στεκόντανε ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, καὶ βγάζανε μία σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, τὸ χῶμα ἤτανε σκουπισμένο καὶ καθαρό, γιατὶ οἱ τσομπάνηδες ἤτανε μερακλῆδες, καὶ βάζανε τὰ παιδιὰ καὶ σκουπίζανε ταχτικὰ μὲ κάτι σκοῦπες κανωμένες ἀπὸ ἀστοιβιές.

Ἀρχιτσέλιγκας ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπαρμπάκος, ἕνας ἄνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ἀνάμεσα στὰ γίδια καὶ στὰ πρόβατα. Ἤτανε μαῦρος, μαλλιαρός, μὲ γένεια μαῦρα κόρακας, σγουρὰ καὶ σφιχτὰ σὰν τοῦ κριαριοῦ. Φοροῦσε σαλβάρια κοντὰ ὡς τὸ γόνατο, σελάχι στὴ μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριὰ τζεσμέδια στὰ ποδάρια του· τὸ κεφάλι του τὸ εἶχε τυλιγμένο μ᾿ ἕνα μεγάλο μαντίλι σὰν σαρίκι, κ᾿ οἱ μαρχαμάδες κρεμόντανε στὸ πρόσωπό του. Ἀρχαῖος ἄνθρωπος!

Εἶχε δυὸ παραγυιούς, τὸν Ἀλέξη καὶ τὸν Δυσσέα, δυὸ παλληκαρόπουλα ὡς εἴκοσι χρονῶν. Εἶχε καὶ τρία παιδιά, ποὺ τοὺς βοηθούσανε στ᾿ ἄρμεγμα καὶ κοιτάζανε τὸ μαντρὶ νά ῾ναι καθαρό. Αὐτὲς οἱ ἕξι ψυχὲς ἐζούσανε σὲ κεῖνο τὸ μέρος, κρυφὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀνάρια βλέπανε ἄνθρωπο.

Ἡ σπηλιὰ ἤτανε καπνισμένη κι ὁ βράχος εἶχε μαυρίσει ὡς ἀπάνω ἀπὸ τὴν καπνιὰ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα τῆς σπηλιᾶς. Ἐκεῖ μέσα εἴχανε τὰ γιατάκια τους, σὰν μεντέρια, στρωμένα μὲ προβιές. Στοὺς τοίχους τῆς σπηλιᾶς εἴχανε μπήξει παλούκια μέσα στὶς σκισμάδες τοῦ βράχου, καὶ κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια καὶ μαχαίρια, λὲς κ᾿ ἤτανε λημέρι τῶν ληστῶν. Ἀπ᾿ ἔξω φυλάγανε οἱ σκύλοι, ὅλοι ἄγριοι σὰν λύκοι.

Ἡ ἀκροθαλασσιὰ βρισκότανε ὡς ἕνα τσιγάρο ἀπόσταση ἀπὸ τὴ μάντρα. Ἤτανε ἔρημη, κι ἄλλο δὲν ἀκουγότανε ἐκεῖ πέρα παρὰ μοναχὰ ὁ ἀγκομαχητὸς τοῦ πελάγου, μέρα - νύχτα. Μὲ τὸν βοριὰ ἀπάγκιαζε, καὶ καμμιὰ φορᾶ πόδιζε κανένα καΐκι. Ἀλλιῶς δὲν ἔβλεπες βάρκα πουθενά. Ἀπὸ τὸ μαντρὶ ἀγνάντευε κανένας τὸ πέλαγο ἀνάμεσα στὰ δέντρα, καὶ τὸ μάτι ξεχώριζε καθαρὰ τὰ βουνὰ τῆς Μυτιλήνης.
Τὴν παραμονὴ τὰ Χριστούγεννα, εἴπαμε πὼς ὁ καιρὸς χάλασε, κι ἄρχισε νὰ πέφτει χιονόνερο.Οἱ τσομπάνηδες εἴχανε μαζευτεῖ στὴ σπηλιὰ κι ἀνάψανε μία μεγάλη φωτιὰ καὶ κουβεντιάζανε. Τὰ παιδιὰ εἴχανε σφάξει δυὸ ἀρνιὰ καὶ τὰ γδέρνανε. Ὁ Ἀλέξης ἔβαλε ἀπάνω σ᾿ ἕνα ράφι μυτζῆθρες καὶ τυρὶ ἀνάλατο μέσα στὰ τυροβόλια, ἁγίζι καὶ γιαούρτι. Ὁ Δυσσέας εἶχε μία παλιὰ Σύνοψη, κ᾿ ἐπειδὴ γνώριζε λίγο ἀπὸ ψαλτικὰ κ᾿ ἤξερε καὶ πέντε γράμματα, διάβαζε τὶς Κυριακάδες κι ὅποτε ἤτανε γιορτὴ κανένα τροπάρι καὶ λιγοστὰ ἀπὸ τὸν Ἑξάψαλμο. Ἐκείνη τὴν ὥρα φυλλομετροῦσε τὴ Σύνοψη, γιὰ νὰ δεῖ τί γράμματα ἤτανε νὰ πεῖ.

Θά ῾τανε ὥρα σπερινοῦ. Κείνη τὴν ὥρα ἀκούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πὼς θά ῾τανε τίποτα κυνηγοί· τὸ ἕνα παιδί, ποὺ εἶχε πάγει νὰ φέρει ξύλα μὲ τὸν γάϊδαρο, εἶπε πὼς τὸ πρωὶ εἶχε ἀκούσει τουφεκιὲς κατὰ τὴν ἀπὸ μέσα θάλασσα, κατὰ τὴν Ἁγιὰ-Παρασκευή. Οἱ σκύλοι πιάσανε καὶ γαβγίζανε ὅλοι μαζὶ καὶ πεταχτήκανε ὄξω ἀπὸ τὴ μάντρα.

Σὲ λίγο φανερωθήκανε ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ δυὸ ἄνθρωποι μὲ τουφέκια, καὶ φωνάζανε τοὺς τσομπάνηδες νὰ μαζέψουνε τὰ σκυλιά, ποὺ χυμήξανε ἀπάνω τους. Ὁ Σκούρης ἄφησε τοὺς ἀνθρώπους κι ἅρπαξε ἕνα ἀπὸ τὰ ζαγάρια πού ῾χανε οἱ κυνηγοὶ καὶ τὸ ξετίναζε νὰ τὸ πνίξει. Ὁ κυνηγὸς ἔρριξε ἀπάνου του, καὶ τὰ σκάγια τὸν πόνεσανε καὶ γύρισε πίσω, μαζὶ μὲ τ᾿ ἄλλα μαντρόσκυλα, ποὺ πηγαίνανε πισώδρομα ὅσο κατεβαίνανε οἱ κυνηγοί. Τέλος πάντων, ἐβγῆκε ὁ Μπαρμπάκος μὲ τοὺς ἄλλους καὶ πιάσανε τὸν Σκούρη καὶ τὸν δέσανε, διώξανε καὶ τ᾿ ἄλλα σκυλιά.

«Ὥρα καλή, βρὲ παιδιά!» φώναξε ὁ Παναγὴς ὁ Καρδαμίτσας, ζωσμένος μὲ τὰ φυσεγκλίκια, μὲ τὸ ταγάρι γεμάτο πουλιά.

Ὁ ἄλλος, ποὺ ἤτανε μαζί του, ἤτανε ὁ γυιός του ὁ Δημητρός.

«Πολλὰ τὰ ἔτη!» ἀποκριθήκανε ὁ Μπαρμπάκος κ᾿ ἡ συντροφιά του. «Καλῶς ὁρίσατε!»

Τοὺς πήγανε στὴ σπηλιά.

«Μωρέ, τ᾿ εἶν᾿ ἐδῶ; Παλάτι! Παλάτι μὲ βασιλοποῦλες!» εἶπε ὁ μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τὶς μυτζῆθρες ποὺ ἀχνίζανε.

Τοὺς βάλανε νὰ καθήσουνε, τοὺς κάνανε καφέ. Οἱ κυνηγοὶ εἴχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.

«Βρὲ ἀδερφέ», ἔλεγε ὁ μπάρμπα-Παναγής, «ποιὸς νὰ τό ῾λεγε, χρονιάρα μέρα, πὼς θὰ κάνουμε Χριστούγεννα στὸ σπήλαιο ποὺ ἐγεννήθη ὁ Χριστός! Ἐχτὲς περάσαμε στὴν Ἁγιὰ-Παρασκευή, νὰ κυνηγήσουμε λίγο. Ἔ, δικός μας εἶναι ὁ ἡγούμενος, κοιμηθήκαμε στὸ μοναστήρι, καὶ σήμερα τὴν αὐγὴ βγήκαμε στὸ κυνήγι. Βλέποντας πὼς φουρτούνιασε ὁ καιρός, εἴπαμε πὼς δὲ θὰ μπορέσουμε νὰ περάσουμε τὸ μπουγάζι μὲ τὴ σαπιόβαρκα τοῦ μπάρμπα-Μανώλη τοῦ Βασιλέ. Κ᾿ ἐπειδὴ ξέραμε ἀπ᾿ ἄλλη φορὰ τὸ μαντρί, καὶ μὲ τὸ κυνήγι πέσαμε σὲ τοῦτα τὰ σύνορα, εἴπαμε νὰ ῾ρθουμε στ᾿ ἀρχοντικό σας... Μωρέ, τί σκύλο ἔχετε; Αὐτὸ εἶναι θηρίο, ἀσλάνι καὶ καπλάνι!

Μπρέ, μπρέ, μπρέ! τὸ ζαγάρι τὸ πετσόκοψε! Γιὰ κοίταξε τί χάλια τό ῾κανε!»

Καὶ γύρισε σὲ μία γωνιὰ τῆς σπηλιᾶς, ποὺ κλαμούριζε τὸ σκυλὶ κ᾿ ἔτρεμε σὰν θερμιασμένο.

«Ἔλα δῶ, Φλόξ! Φλόξ!»

Μὰ ἡ Φλὸξ ἀπὸ τὴν τρομάρα της τρύπωνε πιὸ βαθιά.

Ἅμα ἤπιανε δυὸ-τρία κονιάκια, ὁ μπάρμπα-Παναγὴς ἄρχισε νὰ μασᾶ τὰ μουστάκια του, καὶ στὸ τέλος ἔπιασε νὰ τραγουδᾶ:

Καλὴν ἑσπέραν, ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.

Ὕστερα ὁ Δυσσέας ἔψαλε τὸ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε».

Ἐκείνη τὴν ὥρα ἀκούσανε πάλι τὰ σκυλιὰ νὰ γαβγίζουνε. Στείλανε τὰ παιδιὰ νὰ δοῦνε τί εἶναι. Ὁ ἀγέρας εἶχε μπουρινιάσει κ᾿ ἔρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο!

Σὲ λίγο πάψανε τὰ σκυλιά, καὶ γυρίσανε πίσω τὰ παιδιά. Ἀπὸ πίσω τοὺς μπήκανε στὴ σπηλιὰ τρεῖς ἄντρες, ποὺ φαινόντανε πὼς ἤτανε θαλασσινοί, καὶ δυὸ καλόγεροι, βρεμένοι ὅλοι καὶ ξυλιασμένοι ἀπ᾿ τὸ κρύο. Τοὺς καλωσορίσανε, τοὺς βάλανε καὶ καθήσανε.

Μόλις πῆγε κοντὰ στὴ φωτιὰ ὁ πρῶτος, ὁ καπετάνιος, τὸν γνώρισε ὁ Μπαρμπάκος κ᾿ ἔβγαλε μία χαρούμενη φωνή. Ἤτανε ὁ καπετάν-Κωσταντὴς ὁ Μπιλικτσῆς, ποὺ ταξίδευε στὴν Πόλη. Εἶχε περάσει κι ἄλλη φορὰ ἀπὸ τὴ Σκρόφα, κ᾿ εἴχανε δέσει φιλία μὲ τὸν Μπαρμπάκο, ποὺ δὲν ἤξερε τί περιποίηση νὰ τοὺς κάνει· οἱ ἄλλοι δυὸ ἤτανε γεμιτζῆδες κι αὐτοί, ἄνθρωποι τοῦ καϊκιοῦ του.

Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς καλόγερους, ἕνας σωματώδης μὲ μαῦρα γένεια, ὀμορφάνθρωπος, ἤτανε ὁ πάτερ-Σίλβεστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ὁ ἄλλος ἤτανε λιγνός, μὲ λίγες ἀνάριες τρίχες στὸ πηγούνι, σὰν τὸν Ἅγιο Γιάννη τὸν Καλυβίτη. Τὸν λέγανε Ἀρσένιο Σγουρή.

Ὁ καπετάν-Κωσταντὴς ἐρχότανε ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ πῆρε στὸ καΐκι τὸν πάτερ-Σίλβεστρο, ποὺ εἶχε πάγει στὴν Πόλη ἀπὸ τ᾿ Ἅγιον Ὄρος γιὰ ἐλέη, κ᾿ ἤθελε νὰ κάνει Χριστούγεννα στὴν πατρίδα του. Ὁ πάτερ-Ἀρσένιος εἶχε ταξιδέψει μαζί του ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Παντοκράτορας στὸ Ὄρος, κ᾿ ἤτανε ἀπὸ τὴ Θεσσαλία.

Ταξιδέψανε καλά. Μὰ σὰν καβατζάρανε τὸν Κάβο-Μπαμπᾶ, ὁ ἀγέρας μπουρίνιασε, κι ὅλη τὴ μέρα ἀρμενίζανε μὲ μουδαρισμένα πανιὰ καὶ μὲ τὸν στάντζο, ὡς ποὺ φτάξανε κατὰ τὸ βράδυ ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸ Ταλιάνι. Ὁ καιρὸς σκύλιαξε κι ὁ καπετάνιος δὲν μπόρεσε νά ῾μπεῖ στὸ μπουγάζι, νὰ κάνουνε Χριστούγεννα στὴν πατρίδα.

Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ ποδίσει, καὶ πῆγε καὶ φουντάρισε στ᾿ ἀπάγκειο, πίσω ἀπὸ ἕναν μικρὸν κάβο, ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ μαντρί. Κ᾿ ἐπειδὴ θυμήθηκε τὸν φίλο του τὸν Μπαρμπάκο, πῆρε τοὺς γέροντες καὶ τοὺς δυὸ ἄλλους νοματέους καὶ τραβήξανε γιὰ τὸ ἁγίλι. Στὸ τσερνίκι εἴχανε ἀφήσει τὸν μπαρμπ᾿ - Ἀπόστολο μὲ τὸν μοῦτσο.

Σὰν εἴδανε πὼς στὴ σπηλιὰ βρισκότανε κι ὁ κύρ-Παναγὴς μὲ τὸν κύρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρὰ καὶ φασαρία.

«Μωρὲ νὰ δεῖς», ἔλεγε ὁ κύρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε τὸ τροπάρι, κι ἀπάνω ποὺ λέγαμε «ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο...», φτάξατε κ᾿ ἐσεῖς οἱ μάγοι μὲ τὰ δῶρα! Γιατὶ βλέπω μία νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσὸν καὶ λίβανον»!

«Χά! Χά! Χά!» - γελοῦσε δυνατὰ ὁ κύρ-Παναγής, μισομεθυσμένος καὶ ψευδίζοντας, καὶ χάϊδευε τὴν κοιλιά του, γιατὶ ἤτανε καλοφαγᾶς.
Στὸ μεταξὺ ὁ πάτερ - Ἀρσένιος ὁ Σγουρῆς ζωντάνεψε ὁ καϊμένος, κ᾿ εἶπε σιγανὰ χαμογελώντας καὶ τρίβοντας τὰ χέρια του:

«Δόξα σοι ὁ θεός, Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, ποὺ μᾶς ἐλύτρωσες ἐκ τοῦ κλύδωνος!» κ᾿ ἔκανε τὸν σταυρό του.

Ὁ πάτερ-Σίλβεστρος εἶπε νὰ σηκωθοῦνε ὄρθιοι, κ᾿ εἶπε λίγες εὐχές, τὸ «Χριστὸς γεννᾶται», κ᾿ ὕστερα μὲ τὴ βροντερὴ φωνή του ἔψαλε:

«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν τιμιωτέραν καὶ ἐνδοξοτέραν τῶν ἄνω στρατευμάτων.
Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον, θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον, τὴν φάτνην χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλήθη ὁ ἀχώρητος Χριστὸς ὁ Θεός, ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν».

Ὕστερα καθήσανε στὸ τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο καὶ χαρούμενο δὲν ἔγινε σὲ κανένα παλάτι. Τρώγανε καὶ ψέλνανε. Καὶ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα εἶχε ἀπάνω, ἀπὸ τὰ μοσκοβολημένα τ᾿ ἀρνιά, τὰ τυριά, τὰ μανούρια, τὶς μυτζῆθρες, τὶς μπεκάτσες καὶ τ᾿ ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ, ὡς τὴ λακέρδα καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ πολίτικα ποὺ φέρανε οἱ θαλασσινοί, καθὼς καὶ κρασὶ μπρούσικο.

Ὄξω φυσομανοῦσε ὁ χιονιᾶς, καὶ βογγούσανε τὰ δέντρα κ᾿ ἡ θάλασσα ἀπὸ μακριά. Ἀνάμεσα στὰ βουΐσματα ἀκουγόντανε καὶ τὰ κουδούνια ἀπὸ τὰ ζωντανὰ ποὺ ἀναχαράζανε. Μέσα ἀπὸ τὴ σπηλιὰ ἔβγαινε ἡ κόκκινη ἀντιφεγγιὰ τῆς φωτιᾶς μαζὶ μὲ τὶς ψαλμωδίες καὶ μὲ τὶς χαρούμενες φωνές. Κι ὁ κυρ-Παναγὴς ἔκλεβε κάπου-κάπου λίγον ὕπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ᾿ ὕστερα ξυπνοῦσε κ᾿ ἔψελνε μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία.
Ἀληθινά, ἀπὸ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔλειπε τίποτα. Ὅλα ὑπήρχανε: τὸ σπήλαιο, οἱ ποιμένες, οἱ μάγοι μὲ τὰ δῶρα, κι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἤτανε παρὼν μὲ τοὺς δυὸ μαθητές του, ποὺ εὐλογούσανε «τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν».


Πηγή: wikipedia