Στο γενικό κάλεσμα για κομπάρσους, στο πλαίσιο των γυρισμάτων της ταινίας "Ουζερί Τσιτσάνης" του Μανούσου Μανουσάκη, βασισμένης στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, ανταποκρίθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι. Με την ματιά του κομπάρσου λοιπόν, ένα μίνι φωτορεπορτάζ από την 2η μέρα γυρισμάτων, στον παλαιό σιδηροδρομικό σταθμό.
Η σκηνή αφορούσε τον αποχωρισμό-αποχαιρετισμό των ερωτευμένων ηρώων. Ο κομπάρσοι αναπαριστούσαν το πλήθος των Εβραίων της πόλης, κατά τη στιγμή της επιβίβασης τους στα βαγόνια του τρένου για το Άουσβιτς, ενώ οι ίδιοι νόμιζαν πως μετανάστευαν. Να σημειωθεί πως τα βαγόνια που χρησιμοποιήθηκαν στα γυρίσματα, είχαν χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό αυτό κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής.
Θεσσαλονίκη, πρώτο τρίμηνο του '43. Κατοχή, αντίσταση, εβραϊκά γκέτο. Κατασκοπία, ένας κυνηγημένος έρωτας, ΕΑΜ, ταγματασφαλίτες, μουλωχτοί σκοτωμοί, πείνα, εξωφρενικά γλέντια. Μάχη του Στάλιγκραντ, κρίσιμη καμπή του πολέμου. Απ' τον παλιό Σταθμό Θεσσαλονίκης ξεκινούν τα πρώτα τρένα για το Άουσβιτς. Το "Ουζερί Τσιτσάνης", Παύλου Μελά 22 δουλεύει στο κέντρο της κατεχόμενης πόλης, στο μάτι του κυκλώνα. Κι ο Βασίλης Τσιτσάνης, 28 χρονών τότε, μέσα σ' όλον αυτόν τον εφιάλτη, ίσως κι εξαιτίας του, συνθέτει τα καλύτερα τραγούδια του. Γράφει: "Όποιος γεννιέται μερακλής, δεν ξέρει τι να κάνει".
Γεννήθηκα το 1953 στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλωσα μεταξύ Χαριλάου και Βούλγαρη, δίπλα στη γειτονιά όπου μεγάλωσε και η Ζωή Σαμαρά, γυναίκα του Τσιτσάνη κι όπου για ένα διάστημα έζησε κι ο συνθέτης. Περπατώ ακόμα στα ίδια χώματα. Μια Συννεφιασμένη Κυριακή του 1993 μου γίνεται έμμονη ιδέα να μπω, για λίγες σελίδες, στην ψυχή του κουνιάδου του Βασίλη Τσιτσάνη, Αντρέα Σαμαρά, με τον οποίο ο συνθέτης ανοίγει το 1942 ένα ουζερί, στην οδό Παύλου Μελά 22, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης - δεν ζούσα τότε για να είμαι στην παρέα τους: μέρες γερμανικής κατοχής, αντίστασης, εμφυλίου, εξόντωσης των Εβραίων, πείνας και μέσα σ’ όλα αυτά ο Τσιτσάνης να γράφει τα καλύτερα τραγούδια του. Το "Ουζερί Τσιτσάνης" δουλεύει ακριβώς στο μάτι της καταιγίδας, κόντρα και ταυτόχρονα έξω απ’ αυτήν και συνεχίζει, μετά τη φυγή του συνθέτη στην Αθήνα το '46, να ζει θρυλικά μέσα στο μυαλό μου, σε διάφορες παραλλαγές. Η ιστορία, επομένως, που ακολουθεί είναι τόσο πραγματική και τόσο φανταστική όσο κι ο τεκές του Σιδέρη και τα περιγιάλια της Παραγουάης του Τσιτσάνη - της δικής του Παραγουάης...
Κείμενο και φωτογραφίες: Στεφανία Βελδεμίρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου