
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Άγνωστος πόλεμος
Μια βροχή που λάσπωνε ένα γύρω σπίτια, δρόμους κι αυτοκίνητα όταν γύρισε το βραδάκι με το τρίκυκλο ψόφιος, και δεν μπορούσε να ισιώσει τη μέση του. Σπίτι ησυχία. Τα κορίτσια έλειπαν. Πλύθηκε, φόρεσε κάτι πρόχειρο και κάθισε στο τραπέζι. Σκεπασμένο το φαγητό του τον περίμενε. Άναψε την τηλεόραση απέναντι και άρχισε να τρώει. Ο άγνωστος πόλεμος. Εντάξει. Tα σιχαινόταν αυτά τα πρωτοβρόχια, αυτό το κλαψούρισμα ντιρ-ντιρ του καιρού κι αυτός να κουβαλάει στους ώμους του τα μεταλλικά γραφεία του Βλαχόπουλου να φορτώνει και να ξεφορτώνει, να βρέχεται ως το κόκαλο και πάλι απ ’την αρχή. Στην Πολωνίας σήμερα είχε κι ένα ατύχημα. Τουμπάρισε το τρίκυκλο, άδειος, ευτυχώς – γυρνούσε απ’ τα Νέα Ξυλάδικα που ήταν το στέκι του. Ίσα που τρόμαξε, έσκισε και λίγο το χείλι του στο τιμόνι. Παναγιά μου, σκέφτηκε. Να προλάβει, να δεί τα κορίτσια του να προχωράνε στη ζωή. Καλές ήταν, μόνο τα μυαλά τους ήταν πάνω απ’ το κεφάλι τους. Ρομαντισμούς και ονειροπολήματα και έρωτες και δε συμμαζεύεται. Η μεγάλη η Γεωργία δικαστικός υπάλληλος, κι η Δωροθέα η μικρότερη τριτοετής στη Φιλοσοφική. Ήθελε να τον βοηθήσουν, να κάτσουν όλοι μαζί σαν οικογένεια, να συζητήσουν. Μπορούν να τον βοηθήσουν να αναβαθμίσει το τρίκυκλο, να βγάλει φορτηγό, να δώσουν το σπίτι αντιπαροχή, μαζί να δουν τι θα γίνει παρακάτω. Πού μυαλά για τέτοια πράγματα τα κορίτσια. Ιδίως η Δωροθέα. Δώσ’ της βιβλία αυτηνής κι άλλο τίποτε. «Όχι μόνο ρομάντζα, τη συμβούλευε εκείνος. Να διαβάζεις και την εφημερίδα, να βλέπεις τι γίνεται στον κόσμο...».
Ίσα που τρόμαξε, έσκισε και λίγο το χείλι του στο τιμόνι. Παναγιά μου, σκέφτηκε. Να προλάβει, να δεί τα κορίτσια του να προχωράνε στη ζωή.
«Α, ήρθες», γύρισε η γυναίκα του απ’ το μπακάλικο φορτωμένη με τις σακκούλες. Έκανε λίγο χώρο στο τραπέζι κι άφησε κάποιες συσκευασίες αυγά και μαλαματίνες. Μετά άνοιξε τις σακούλες με το τυρί, το ρύζι, τα ζαμπονάκια και τα ζαρζαβατικά. Ενώ τακτοποιούσε τα πράγματα στο ψυγείο πήρε να του εξιστορεί πως είχαν καυγαδίσει τα κορίτσια. Όταν ήταν μικρές τις απειλούσε με λαϊκό δικαστήριο. «Το βράδι που θα 'ρθει ο μπαμπάς θα σας σιάξει τη γραβάτα σας».
Εκείνος πάλι θυμόταν άλλες εποχές. Τότε που τον περίμενε να ’ρθει η Δωροθέα για τα προβλήματα της Αριθμητικής. Άρχιζε εκείνος με τη «σκέψη». Να της μάθει να καταστρώνει τη σκέψη πρώτα και μετά να προχωρήσει στη λύση. Εκεί πάνω γλάρωναν τα όμορφα μάτια κι η Δωροθέα έγερνε το καστανό της κεφάλι της έτοιμη να κοιμηθεί. Αργότερα βέβαια όταν άρχισαν εκείνα τα προβλήματα με τη δεξαμενή που σήμερα γεμίζει το ένα τρίτο και αύριο άλλο ποσοστό και μετά άλλο, οι γνώσεις του των μαθηματικών όλο και λιγότερο επαρκούσαν για να τη βοηθάει.

Αυτός της αδερφής της της τά ‘χε ρίξει. Την ήθελε, του άρεσε, τέτοια. Όσο γι’ αυτήν, όχι, δεν της άρεσε καθόλου. Κι εξάλλου τί δουλειά είχε αυτή με το φίλο της αδερφής της. Τον πρώην, έστω. Τώρα που χωρίσανε. Που δεν της άρεσε κι από πάνω, δεν τον χώνευε, τον αντιπαθούσε. Πες καλύτερα τον σιχαινόταν, τον μισούσε. Να μπορούσε να του κάνει κακό. Να πάρει την εκδίκησή της. Μόνο γι’ αυτό να τον συναντούσε. Για φαντάσου –λέει– να τον αφήσει να την ερωτευτεί και μετά να τον χτυπήσει κάτω σα χταπόδι. Όπως το ’χε κάνει αυτός με τη Γεωργία. Να κλάψει με μαύρα δάκρυα γι’ αυτήν όπως η Γεωργία για 'κείνον. Γλυκειά απολαυστική σκέψη. Έτσι παρηγορημένη τράβηξε την πόρτα, την έκλεισε μπήκε και κάθησε μπρος στην τηλεόραση. Την άναψε σε χαμηλή ένταση, να δει τους Πανθέους. Ο μπαμπάς της καλά θα 'κανε να πήγαινε να κοιμηθεί στο κρεβάτι του.
Φαντάσου κούραση, κοιμάται εκεί του καλού καιρού ξεφυσώντας κάθε τόσο κι η μάνα της στο τραπέζι κάτι πολεμάει. Την πνίγει η οικογένειά της. Να μπορούσε να φύγει μακριά, να πάει «έξω», μακριά, να γλιτώσει.
Πηγή: http://bookpress.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου