Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Ουμπέρτο Έκο (ιταλ.: Umberto Eco, 5 Ιανουαρίου 1932 - 19 Φεβρουαρίου2016[1]) ήταν Ιταλός σημειωτιστής, δοκιμιογράφος, φιλόσοφος, κριτικός λογοτεχνίας και μυθιστοριογράφος.
Από το 1975 κατείχε την έδρα του Καθηγητή Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, ενώ από το 1988 ήταν πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρίνο. Ήταν συγγραφέας πολλών μελετών και δοκιμίων, που έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές γλώσσες ανά τον κόσμο. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1965, ενώ το 1980 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα (Το όνομα του Ρόδου), που τιμήθηκε με το βραβείο Strega (1981), και το Medicis Etranger (βραβείο που δίνεται στον καλύτερο ξένο λογοτέχνη στην Γαλλία) το 1982.
Λέγεται ότι το επώνυμο Έκο είναι το αρκτικόλεξο των λατινικών λέξεων Ex Coelis Oblatus, που σημαίνει «θεϊκό δώρο»[2].
Ο Έκο γεννήθηκε στην Αλεσσάντρια του Πιεμόντε το 1932. Με την έναρξη τουΒ΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Έκο και η μητέρα του μετακόμισαν σε ένα χωριό στα βουνά του ιταλικού βορρά. Εκεί ο μικρός Ουμπέρτο παρακολουθούσε τις μάχες ανάμεσα στους φασίστες και στους παρτιζάνους με ανάμεικτα συναισθήματα - συνεπαρμένος μεν από τη δράση, αλλά και εν μέρει ευγνώμων που ήταν τόσο πολύ μικρός για να αναμειχθεί. Ο ίδιος θυμάται εκείνη την εποχή «σαν ένα μικρό γουέστερν. Αυτοί οι λόφοι είναι στη μνήμη μου το θέατρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων, στις οποίες ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, στην ηλικία των 12 ετών».
Μετά τις πιέσεις του πατέρα του, πήγε να σπουδάσει Νομική στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, αλλά εγκατέλειψε αυτόν τον τομέα και ακολούθησε σπουδές Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας. Έγινε διδάκτορας Φιλοσοφίας το 1954, ολοκληρώνοντας τη διατριβή του για τον Θωμά Ακινάτη. Αυτό το θέμα αποτέλεσε και το αντικείμενο του πρώτου του βιβλίου «Ζητήματα αισθητικής στον Θωμά Ακινάτη». Στη διάρκεια των σπουδών του ο Έκο έπαψε να πιστεύει στον Θεό και εγκατέλειψε την Καθολική εκκλησία[3][4]
Μετά τις σπουδές άρχισε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία και, παράλληλα, δέχθηκε την θέση του Διευθυντή Πολιτιστικού Προγράμματος στην Κρατική Ιταλική Τηλεόραση (RAI). Αυτή η θέση του έδωσε την ευκαιρία να δει την κοινωνία μέσα από τα μάτια των ΜΜΕ, που τότε μονοπωλούνταν και ελέγχονταν από την κυβέρνηση.
Το 1959 ο Έκο έχασε τη δουλειά του στη RAI, γεγονός που δεν τον ενόχλησε ιδιαίτερα, γιατί έτσι βρήκε χρόνο για να ασχοληθεί περισσότερο με το γράψιμο και τις διαλέξεις. Με το δεύτερο βιβλίο του («Τέχνη και κάλλος στην αισθητική του Μεσαίωνα») απέδειξε στον πατέρα του ότι βρήκε τον δρόμο του στη ζωή (και τη δουλειά που του ταίριαζε) μέσα από τη λογοτεχνία.
Τον ίδιο χρόνο έγινε γενικός επιμελητής του μη λογοτεχνικού τομέα του εκδοτικού οίκου Bompiani στο Μιλάνο και άρχισε να γράφει τη στήλη «Diario Minimo» («ελάχιστο ημερολόγιο») στην εφημερίδα «Il Verri». Μέσα από τη στήλη αυτή οι απόψεις του για την γλωσσολογία και την κοινωνική πραγματικότητα μπήκαν στα σπίτια των Ιταλών. Μέσα από τη στήλη αυτή άρχισε να εστιάζει το ενδιαφέρον του και να εκλεπτύνει τις απόψεις του στησημειολογία.
Με τα ακαδημαϊκά γραπτά του ο Έκο εστιάζει στη σημειολογία και στις επιπτώσεις της στην κοινωνία. Μελέτησε σε βάθος τις κοινωνίες από τονΜεσαίωνα ως σήμερα και τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στις γλώσσες, στα σύμβολα και στην κοινωνική ανάπτυξη. Έγραψε δεκάδες δοκίμια («Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία», «Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας», «Κήνσορες και θεράποντες» (πρωτότυπος τίτλος στα ιταλικά «apocalittici e integrati»), «Ο υπεράνθρωπος των μαζών», «Θεωρία της σημειωτικής», «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη», «Πέντε ηθικά κείμενα», «Δεύτερο ελάχιστο ημερολόγιο», «Η ποιητική του Τζέιμς Τζόις», «Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει» κ.ά.), ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες. Ό,τι δεν είναι ατομικό και παίρνει πολιτικό χαρακτήρα (πολιτικό, με την έννοια της ενασχόλησης με τα κοινά, όχι κομματικό) ήταν αντικείμενο που τον ενδιέφερε και το μελετούσε. Τα αποτελέσματα των μελετών αυτών ήταν που δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά. Η ευρύτητα των θεμάτων με τα οποία ασχολήθηκε του χάρισαν το προσωνύμιο "tuttografo" (= παντογράφος)[5]
Με τα ακαδημαϊκά γραπτά του ο Έκο εστιάζει στη σημειολογία και στις επιπτώσεις της στην κοινωνία. Μελέτησε σε βάθος τις κοινωνίες από τονΜεσαίωνα ως σήμερα και τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στις γλώσσες, στα σύμβολα και στην κοινωνική ανάπτυξη. Έγραψε δεκάδες δοκίμια («Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία», «Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας», «Κήνσορες και θεράποντες» (πρωτότυπος τίτλος στα ιταλικά «apocalittici e integrati»), «Ο υπεράνθρωπος των μαζών», «Θεωρία της σημειωτικής», «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη», «Πέντε ηθικά κείμενα», «Δεύτερο ελάχιστο ημερολόγιο», «Η ποιητική του Τζέιμς Τζόις», «Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει» κ.ά.), ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες. Ό,τι δεν είναι ατομικό και παίρνει πολιτικό χαρακτήρα (πολιτικό, με την έννοια της ενασχόλησης με τα κοινά, όχι κομματικό) ήταν αντικείμενο που τον ενδιέφερε και το μελετούσε. Τα αποτελέσματα των μελετών αυτών ήταν που δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά. Η ευρύτητα των θεμάτων με τα οποία ασχολήθηκε του χάρισαν το προσωνύμιο "tuttografo" (= παντογράφος)[5]
Από το 1962 ως το τέλος του 1970 ο Έκο ανέπτυξε τη δική του θεωρία στη σημειολογία. Το 1965 εξελέγη καθηγητήςΟπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και το 1966 μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου και έγινε καθηγητής της Σημειολογίας στο εκεί πολυτεχνείο. Το ακαδημαϊκό του ενδιαφέρον άρχισε να στρέφεται στις πολιτιστικές μελέτες και άρχισε να ερευνά τον ρόλο της γλώσσας και της λογοτεχνίας στην κοινωνία, καθώς και την επίδραση της κοινωνίας στη λογοτεχνία και τη γλώσσα. Το 1971 το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια του προσέφερε τη θέση του Τακτικού Καθηγητή της Σημειολογίας. Το 1974 ο Έκο οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Σημειολογικών Μελετών.
Οι μεγάλες αλλαγές που έφερε η δεκαετία του 1970 στην ιταλική κοινωνία επηρέασαν και τα γραπτά του Ουμπέρτο Έκο. Άρχισε, λοιπόν, να γράφει μυθιστορήματα (Το όνομα του Ρόδου - 1980, Το Εκκρεμές του Φουκώ - 1988, Το νησί της προηγούμενης μέρας - 1994, Μπαουντολίνο - 2001, Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα - 2006, Το κοιμητήριο της Πράγας - 2010, Το φύλλο μηδέν- 2015). Όταν έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου», οι εκδότες του υπολόγιζαν τις πωλήσεις γύρω στα 30.000 αντίτυπα. Δεν φαντάζονταν ποτέ τις πωλήσεις 9.000.000 αντιτύπων που σημείωσε τελικά το βιβλίο παγκοσμίως, κάνοντας τον συγγραφέα γνωστό στον εξωακαδημαϊκό κόσμο.
Ο Έκο γνώριζε άπταιστα πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά, τις οποίες χρησιμοποιούσε πολύ συχνά στα βιβλία του, επιστημονικά και λογοτεχνικά. Από την αρχή της καριέρας του έως τον θάνατό του κέρδισε πολλές τιμητικές διακρίσεις και είχε δεκάδες εκδοτικές επιτυχίες. Ζούσε με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους, άλλοτε στο σπίτι του στο Μιλάνο (ένα δαιδαλώδες διαμέρισμα με βιβλιοθήκη 30.000 βιβλίων[6] ) και στο εξοχικό του στο Ρίμινι (ένα τεράστιο κτήμα του 17ου αιώνα, στο οποίο παλιά στεγαζόταν ένα σχολείο Ιησουιτών).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου