Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΛΑΤΕΙΑ
Ιστορία των μέσων και νέων χρόνων
7-9-2016
93ο βιβλίο
Πρόταση του Γιώργου Καλιεντζίδη
Τα κάστρα αλλά και το Ντεπό, το στοιχειωμένο σπίτι, οι
γειτονιές στο Χαριλάου και γύρω απ’ την Ανάληψη -στις ανατολικές συνοικίες της
πόλης– εκεί μεγάλωσε κι ο ίδιος ο συγγραφέας -οι μυρωδιές του πράσινου, το χώμα
μετά τη βροχή, τα σύννεφα και η ομίχλη, οι κήποι και οι νιφάδες του χιονιού
μέσα στα μάτια σου, η Θεσσαλονίκη ως φύση και ιστορία, περίοπτη, κοιταγμένη από
τη ΜΕΓΑΛΗ ΠΛΑΤΕΙΑ-
ίσως πρόκειται για την πλατεία Ελευθερίας, ένα βιβλίο ογκώδες και πολύπλοκο,
«βιβλίο ανηφορικό» καθώς περιδιαβάζεις τις 552 σελίδες του, όμως νιώθοντας
οικειότητα, σαν να γυρίζεις σπίτι.
Μετά τον ανοιξιάτικο Μαραθώνιο ανάγνωσης του βιβλίου
στη ΖΩΓΙΑ, όπου έλαβα μέρος, τέλειωσα με τις αναβολές. Φέτος τον Σεπτέμβριο,
έτρεξα τον δικό μου Μαραθώνιο, διάβασα το βιβλίο, Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΛΑΤΕΙΑ.
Είναι το τελευταίο μυθιστόρημα του Ν.Μπακόλα (1987), μετά τον Κήπο των
Πριγκίπων (1966) και τη Μυθολογία (1977).
Είναι ένα μοντέρνο, πολυφωνικό, βιωματικό «μυθιστόρημα
πόλης», σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά και με τις αφηγηματικές τεχνικές του
μοντερνισμού, τον εσωτερικό μονόλογο για παράδειγμα και με μια δομή ιδιαίτερα
μαστορική και μια γλώσσα ξεχωριστή, που μου θύμισε έντονα – ιδιαίτερα στο
«που…» που αιτιολογεί, το Άξιον εστί του Ελύτη. Επίσης μου θύμισε την
Ερόικα του Κ. Πολίτη στην ελλειπτικότητα, τους υπαινιγμούς και την ποιητική
εξιστόρηση.
Είναι λοιπόν ένα ρεαλιστικό ποιητικό
μυθιστόρημα, ιδιαιτέρως πυκνό, σε συνεχή λόγο, με τους διαλόγους σε εισαγωγικά
ή σε πλάγιο λόγο, μια τοιχογραφία της Θεσσαλονίκης του Μεσοπολέμου. Ένιωσα
μεγάλες συγκινήσεις στα κεφάλαια που αφορούσαν για παράδειγμα τον Χρίστο, τον
Άγγελο, την Αντιγόνη και την Αλκμήνη και τη δολοφονίας της στον Εμφύλιο. Βρήκα
ιδιαιτέρως δυσνόητα τα εννιά εμβόλιμα κεφάλαια των ΜΕΣΩΝ ΧΡΟΝΩΝ. Με εργαλείο τη
μελέτη των Π. Πίστα - Β. Αποστολίδου, μπορούμε να διαβάσουμε στους μέσους
χρόνους για την ιστορία του Χριστόφορου, παλαιού πολεμιστή της Μικράς Ασίας και
ηγετικού στελέχους της αριστεράς, για τον Μάη του’36, την Αντίσταση, ή την
επανάσταση των ζηλωτών (1342-1349), ένα ιστορικό γεγονός δηλ. μια λαϊκή
επανάσταση που απέτυχε - όλα
λαβαίνουν χώρα σε μια πόλη σε συνεχή διαταραχή, σε εξέγερση, τότε και τώρα,
έτσι απέτυχε και το ΕΑΜ το ’44-’45. Πρόκειται δηλαδή για ένα μυθιστόρημα μέσα
στο μυθιστόρημα και οι σελίδες αυτές των μέσων χρόνων και πρέπει να διαβαστούν
στη σειρά και χωριστά. (Διαβάζουμε
στη σχετική μελέτη των Π. Πίστα και Β. Αποστολίδου, ΜΕ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΠΛΑΤΕΙΑ,
εκδ.Σοκόλη).
Είναι το μυθιστόρημα η ιστορία τεσσάρων προσώπων, «
κυνηγημένων από την Μεγάλη Ιστορία»: με τραύματα από τη Μικρασιατική Καταστροφή
η Αγγέλα, από τον Μάη του ’36 ο Ηλίας και η Ειρήνη, έως τον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο) (1923- 1948).
Σε κάθε κεφάλαιο έχουμε στην αφήγηση την οπτική γωνία
του ΓΙΑΝΝΗ ή του ΧΡΙΣΤΟΥ, της ΑΓΓΕΛΑΣ ή του ΦΩΤΗ και της οικογένειάς
τους(πολλαπλή εστίαση, όπως στις ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ
ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ του Σ. Τσίρκα)
(Π. Πίστας - Β. Αποστολίδου). Υπάρχουν και οι υποσημειώσεις (43) με αστερίσκο,
που αναφέρονται σε υπαρκτά πρόσωπα της Θεσσαλονίκης ή γεγονότα ή βιώματα, για
να ενισχύσουν ίσως την αληθοφάνεια (Τσιριμώκου Λ.).
Οι πορείες των ηρώων, ενώ είναι παράλληλες,
διασταυρώνονται. Τους φέρνουν κοντά τα γεγονότα της πόλης, η πυρκαγιά του ’17,
το κάψιμο της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ το ’31, ο Μάης του’ 36, η εξόντωση των
εβραίων το ‘43.(Π. Πίστας - Β. Αποστολίδου, Με επίκεντρο τη
Μεγάλη Πλατεία, σελ.50 και σελ.44).
(«Ο Ηλίας, πρόσφυγας και αγωνιστής της αριστεράς,
διασταυρώνεται με την Αγγέλα σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να κρυφτεί».) «Ο Μπακόλας δεν νοσταλγεί, γιατί ποτέ
δεν έχασε την πόλη. Εξάλλου με τη λογοτεχνική μετουσίωση σε ένα μυθιστόρημα,
της δίνει μια νέα, ατέλειωτη ζωή» (Π.Πίστας, σελ.45). (« Η Θεσσαλονίκη δεν
αποτελεί απλώς το πλαίσιο… η πλοκή είναι δεμένη με την πόλη… υπάρχει ταύτιση με
την πόλη- κυρίως με τα εργατικά και μικροαστικά της στρώματα»).
Παναγιώτα Κύττα
Πρωτοδιάβασα κάποια κείμενα του Νίκου Μπακόλα σε
ανθολογίες Θεσσαλονικέων λογοτεχνών χωρίς να προσέξω κάτι το ιδιαίτερο στην
γραφή του.
Πήρα στα χέρια μου την Μεγάλη Πλατεία, βιβλίο
που επίμονα για δεύτερη χρονιά προτείνατε με την πρόθεση να το διαβάσω
«διεκπεραιωτικά»…
Τι υπέροχα όμως… με περίμενε μια τεράστια έκπληξη.
Βρέθηκα να έχω στα χέρια μου ένα βιβλίο γραμμένο με
αυτή την χειμαρρώδη γραφή
που αγαπώ ιδιαίτερα.
Και δεν ήταν μόνο ο τρόπος γραφής που με ενθουσίασε
ήταν κυρίως η ματιά της αφήγησής του, η ευαισθησία, η γλυκύτητα και η τρυφερότητα
που περιέβαλε τους ήρωές του, αλλά και η φυσικότητα στη αποδοχή των
ανυπέρβλητων δυσκολιών που οι τραγικές ιστορικές καταστάσεις και προσωπικές
ατυχίες επέφεραν στις ζωές των ανθρώπων.
Το απόλαυσα… ήταν ένα δώρο που έκανε το καλοκαίρι μου
πιο ενδιαφέρον και σας ευχαριστώ πολύ γι' αυτό.
Βιολέττα
Παπαδοπούλου
Ποιητική η γραφή, με μεγάλα διαστήματα, χωρίς τελεία,
χωρίς ανάσα, χωρίς διέξοδο. Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία των χρόνων του
μεσοπολέμου στην Ελλάδα, της προσφυγιάς, του πολέμου, του εμφυλίου, της
αριστεράς και, γενικά, όλων των
δεινών, που τράβηξε ο λαός μας αυτούς τους χρόνους, δοσμένη με τη ματιά του
Μπακόλα, που έζησε όλα τα κακοπαθήματα της γενιάς του, της πόλης και της χώρας
του.
Δύσκολο βιβλίο, σίγουρα, μα γεμάτο γλύκα για τους
πόνους της προσφυγοπούλας Αγγέλας, κατανόηση για τα πάθη του μεγαλοαστού
Γιάννη, συμπάθεια για τις απερισκεψίες και τις αγάπες του ρέμπελου Φώτη,
σεβασμό στον μονίμως δεινοπαθούντα δημοσιογράφο-μεροκαματιάρη Χρίστο, που
προσπαθεί μέσα σε τόσες αντιξοότητες να ζήσει τη γυναίκα του Αμαλία και τα 3
του παιδιά -Δημήτρη, Αλκμήνη και Αντιγόνη- ανθρωπιά για τον Άγγελο, που μεγάλωσε με την τόσο
στοργική και δυνατή γιαγιά του και έψαχνε πάντοτε το νόημα των πάντων,
θυσιάζοντας και τη ζωή του, αν χρειαζόταν και τέλος, αγάπη για τα νεανικά
όνειρα αυτών των παιδιών.
Όλο το βιβλίο το διαπνέει μια αύρα ζεστασιάς για τους
απλούς ανθρώπους, που έζησαν τη λαίλαπα του πολέμου, των διωγμών, της φτώχειας,
ενώ από την άλλη βλέπουμε μια κριτική στάση του συγγραφέα απέναντι στα λάθη,
όχι των αγωνιστών της αριστεράς, αλλά της κομματικής απρόσωπης γραμμής, που
τελικά, ήταν το ίδιο δολοφονική με τις πρακτικές των ταγματασφαλιτών.
Ο Χριστόφορος, μορφή ηγετική της αριστεράς, ξεδιπλώνει
στις αφηγήσεις των μέσων χρόνων, όλη την αγωνία που νιώθει ο αρχηγός για τις
αποφάσεις του, τη μοναχική πορεία του, την τεράστια ευθύνη του και την
κατακραυγή, εν τέλει, του πλήθους (μου θυμίζει κάτι από τον Χριστό).
Μου άρεσε πολύ το κομμάτι με την οδύνη του Χρίστου,
όταν βλέπει νεκρή την κόρη του Αλκμήνη (με πόση συμπόνια το αφηγείται ο
συγγραφέας!) και όλα τα κομμάτια, που ήταν γραμμένα για την Αγγέλα, γεμάτα
συμπόνια για τη δύσκολη μοίρα της ορφάνιας της!
Δεν μου άρεσαν τα σημεία, που παρατραβούσαν οι
αφηγήσεις, καθώς και οι ασάφειες, που μάλλον δεν διαφώτιζαν, σχετικά με τα
ιστορικά γεγονότα, τα οποία θα έπρεπε να τα γνωρίζεις από πριν για να
καταλάβεις το τι συνέβη.
Παντελής Τρακίδης
Με το καλημέρα το βιβλίο μας βάζει στο
ναυάγιο του Φώτη. Εδώ είμαστε λέω από μέσα μου, γιατί, δώσε μου θάλασσες και
φουρτούνες να διαβάζω -και όχι μόνο- και πάρε μου την ψυχή. Το μυθιστόρημα όμως
δεν είχε την ανάλογη συνέχεια και το διάβασμα πήγαινε «σαν αμάξι γέρικο
στην ανηφοριά». Οι ιστορίες αργόσυρτες, άνευρες, κουραστικές με πολλές, ίσως
και ανούσιες, λεπτομέρειες. Η γραφή μακροπερίοδη, με σπάνιες τελείες και πολλά
«και». Και το πράγμα να γίνεται ακόμη χειρότερο γιατί οι τέσσερις ήρωες,
που είναι στην πράξη επτά –όπως είπαμε και παραπάνω– σέρνουν μαζί τους άλλα
πέντε, δέκα πρόσωπα ο καθένας που μπερδεύουν ακόμη περισσότερο τον αναγνώστη.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά νάσου και οι «μέσοι χρόνοι» να προθέτουν
πρόσωπα και σελίδες στο βιβλίο – άχρηστες για μένα–
Παρ’ όλα αυτά εγώ εκεί, βράχος, να
συνεχίζω και να πηγαίνει το διάβασμα – πόντο, πόντο -σαν τους αγώνες πάλης που
έδινα στα νιάτα μου με ισάξιο αντίπαλο. Στο βάθος του μυαλού μου όμως έλεγα
«δεν μπορεί» για να το προτείνει ο Γιώργος, κάτι θα μας πει, κάτι θα μας
διδάξει και να προσπαθώ να ξεκλειδώσω και να καταλάβω τη γραφή, διαβάζοντας
παράλληλα και διάφορες κριτικές, σε μια από τις οποίες βρήκα κι αυτό.
«Πόσα στρώματα αναγνωστική σκόνη έχουν
κατακαθίσει στη σκέψη του συγγραφέα, σε ποιον όμοιό συνένοχό του αναγνώστη
απευθύνεται; Γιατί να μην είμαι εγώ; Θέλω να είμαι εγώ» Η αναμέτρηση μαζί του
είναι άθλημα, αλλάζει τον τρόπο της ανάγνωσης: εγρήγορση, αλλά και αποδοχή της
μαγείας και της ποιητικότητας, καταβύθιση σε έναν κόσμο φωτεινών σκιών με
ονόματα τόπων οικείων, όπου ο χρόνος της μικρής και της μεγάλης ιστορίας
ελίσσεται αφήνοντας ανεξίτηλα αποτυπώματα και τραύματα.
Πράγματι, μετά από πολλές σελίδες
είναι η αλήθεια, αρχίζει ο αναγνώστης να αφομοιώνει τα διάφορα πρόσωπα και να
παρατηρεί τα πάμπολλα λογοτεχνικά διαμάντια που υπάρχουν στο κείμενο. Να βλέπει
να του προσφέρονται θαυμάσιες περιγραφές κινηματογραφικών εικόνων, δοσμένες
θαρρείς από φτασμένο σκηνοθέτη (σελ. 89–90). Να βλέπει πως ο συγγραφέας έχει
ένα αποκρυσταλλωμένο προσωπικό στυλ. Και γνωρίζουμε καλά πως για να επιτευχθεί
κάτι τέτοιο σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης, χρειάζεται, αν μη τι άλλο, πολύ τριβή.
Σιγά σιγά λοιπόν αυτή η μακροπερίοδη γραφή αρχίζει να αρέσει και να θαυμάζεις
με πόση μαστοριά ο συγγραφέας «φυτεύει» τους διαλόγους μέσα στα πολλά
αφηγηματικά επίπεδα που συναντάμε στο βιβλίο, αλλά και διάφορες άλλες τεχνικές
γραφής και αφήγησης που περνούν αριστοτεχνικά από τον εσωτερικό μονόλογο και τη
ροή της συνείδησης, μέχρι την τριτοπρόσωπη αντικειμενική αφήγηση. Μας βάζει να
αναγνωρίζουμε δρόμους, περιοχές, πλατείες, πρόσωπα, πράγματα, ιστορικά και
πολιτικά γεγονότα που σημάδεψαν την πόλη μας, την εποχή του
μεσοπολέμου και μέχρι το τέλος του εμφυλίου.
Είναι, πράγματι, ένα δύσκολο βιβλίο
– σαν παλιό καλό κρασί με έντονη επίγευση – αλλά δυστυχώς αυτά δεν είναι για
όλους.
Νομίζω για μένα που προσπαθώ να γράψω ήταν
σχολείο. Αν το έγραφα εγώ θα πετούσα έξω τους μέσους χρόνους.
Όπως έμαθα αργότερα, υπάρχει ένα
βιβλιαράκι – βοήθημα – που αυτό σου λέει τι θέλει να πει ο συγγραφέας με τα
κεφάλαια των μέσων χρόνων – και όχι μόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου