15 Σεπτεμβρίου 2014

27 Βιβλίο - Αλμπέρ Καμύ, "Ο ξένος" / Οι αναγνώσεις μας (2ος χρόνος)



Αλμπέρ Καμύ, Ο ξένος,
μετάφραση: Νίκη Καρακίτσου - ΝτουζέΜαρία Κασαμπαλόγλου - Ρομπλέν,
Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2005

6-2-2013
Βιβλίο 27ο
Πρόταση του Νίκου Μυλόπουλου

Ο ξένος
                                   


Νίκος Μυλόπουλος
Στον Ξένο ο Καμύ περιγράφει τον ήρωα του με έναν εντελώς δικό του τρόπο, που ο καθένας μπορεί να τον χαρακτηρίσει σαν κυνικό, απαισιόδοξο ή απλοϊκό σίγουρα πάντως έξω από τα συνηθισμένα. 
Στην πράξη βρισκόμαστε μπροστά σε μία σπάνια, στεγνή, καθαρά περιγραφική γραφή, χωρίς συναισθηματικές φορτίσεις, που επιτρέπει στον αναγνώστη να ερμηνεύσει από μόνος του τα γεγονότα, κάτι που αποτελεί, ίσως, την πιο δημιουργική μορφή Τέχνης, η συμμετοχή δηλαδή και η διαδραστική στάση του «μη καλλιτέχνη».
Περιγράφει τον ήρωα του σαν Ξένο προς τον εαυτό του αλλά και για τους άλλους δηλ. μη ενσωματωμένο στις συλλογικές αντιλήψεις και πρακτικές της δικής του κοινωνίας. Είναι ένας άνθρωπος απλός, χωρίς φιλοδοξίες, που προτιμά να κρατά μια στάση ζωής σε δεύτερο πλάνο, ηρεμεί επιζητώντας την αφάνεια και την ουδετερότητα και αποστασιοποιείται χωρίς να εξοργίζεται με όσα συμβαίνουν γύρω του. Τον ενδιαφέρει η Φύση, ο ουρανός, τα χρώματα και κυρίως ο Ήλιος, τον οποίο λάτρεψαν όλοι οι αρχαίοι πολιτισμοί σαν θεότητα π.χ ο θεός Ρα (Ήλιος) των Αιγυπτίων. Επιζητά την επιστροφή στη γη, στο χώμα δηλ. απ’ όπου προέρχεται και όπου βέβαια ο άνθρωπος καταλήγει.
Ιδιαίτερη αξία στη ζωή του ήρωα έχει ο ύπνος, ο συνδετικός κρίκος της γης με τη σιωπή, της ζωής με το θάνατο. Έτσι  βλέπουμε στο πρώτο μέρος του βιβλίου πολλές αναφορές στον ύπνο όπως «κοιμήθηκα σχεδόν σε όλη τη διαδρομή» στο σύντομο ταξίδι με το λεωφορείο, καθώς πηγαίνει να δει τη νεκρή μητέρα του, ή «ένιωθα να με παίρνει ο ύπνος», σαν τρόπο διαφυγής από τη μη ευχάριστη συνάντηση με τον θυρωρό του γηροκομείου, ή «σκέφτηκα   πως θα πήγαινα να ξαπλώσω και να κοιμηθώ 12 ώρες» καθώς γυρίζει στο Αλγέρι μετά την κηδεία, ή «μείναμε έτσι πολλή ώρα πάνω στη σαμπρέλα, μισο-κοιμισμένοι» σε στιγμές ευτυχίας και χαλάρωσης με τη σύντροφο του, ή «δεν σκεφτόμουν τίποτα γιατί  με είχε ναρκώσει ο ήλιος». Ακόμη η σημαντικότητα του ύπνου για τον ήρωα περιγράφεται και στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, στη διάρκεια των τελευταίων ημερών του στη φυλακή, όπου μας λέει ότι «κατέληξα πια να κοιμάμαι λίγο τη μέρα κι ολόκληρες τις νύχτες καρτερούσα υπομονητικά να ξεπροβάλλει το φως στο παράθυρο τ’ ουρανού».
Σε πολλά σημεία του ο Καμύ αναφέρεται με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο στη φιλοσοφία του ήρωα, όπως: «του είπα πως δεν είχα καμιά γνώμη αλλά πως η ιστορία ήταν ενδιαφέρουσα» ή «το έγραψα λίγο στην τύχη αλλά φρόντισα να ευχαριστήσω τον Ρεμόν γιατί δεν είχα κανένα λόγο να μην το κάνω» ή «λίγο μετά με ρώτησε αν την αγαπούσα. Της αποκρίθηκα πως αυτό δε σήμαινε τίποτα, μα μου φαινόταν πως όχι. Σαν να στεναχωρήθηκε», ή «είπα πως ναι αλλά και πως κατά βάθος, το ίδιο μου έκανε», ή «της είπα ότι το ίδιο μου έκανε κι ότι θα μπορούσαμε να παντρευτούμε αν το ήθελε».
Σε άλλα πάλι σημεία ο Καμύ έχει μια ιδιαίτερα λυρική και ποιητική γραφή, όπως: «δεν έβλεπα τα μάτια τους, παρά μονάχα ένα θαμπό φως μέσα σε μια φωλιά από ρυτίδες», ή «κάτι  σαν υπόσχεση βροχής», ή «το σπίτι ήταν ήσυχο κι απ’ το βάθος της σκάλας ανέβαινε μια ακαθόριστη και υγρή πνοή», ή «το μαύρισμα απ’ τον ήλιο έκανε το πρόσωπο της να μοιάζει με λουλούδι», ή «ένοιωθα πια μόνο τα κύμβαλα του ήλιου», ή «και ήταν σαν να ’δινα τέσσερα κοφτά χτυπήματα πάνω στην πόρτα της δυστυχίας», ή «κολλημένη κιόλας πάνω στα κάγκελα, ήταν ολόκληρη ένα χαμόγελο», ή «η μέρα ξεψυχούσε και ήταν η ώρα που γι’ αυτή δε θέλω να μιλώ», ή «τούτη η βουή του ουρανού πριν γείρει η νύχτα πάνω στο λιμάνι», ή «η καρδιά μου πλημμύριζε από ένα κύμα φαρμακωμένης χαράς», ή, τέλος, «όλες αυτές οι πέτρες στάζουν πόνο».
Σε ένα συμπυκνωμένο βιβλίο, που βέβαια απέσπασε Νόμπελ λογοτεχνίας ο Καμύ, καταπιάνεται με όλα τα ουσιώδη θέματα της ζωής. Εκφράζει το θαυμασμό του προς τη Φύση: «Ο καιρός ήταν γλυκός κι απ’ την ανοιχτή πόρτα έμπαινε μια μυρωδιά νύχτας και λουλουδιών». Αναφέρεται επίσης στην ηλικία και στο χρόνο: «Μπορούσε να μοιράζεται μαζί τους ενδιαφέροντα μιας άλλης εποχής. Εσείς είστε νέος και μάλλον θα έπληττε μαζί σας », ή ακόμη είναι συγκλονιστικός, περιγράφοντας την ισοπέδωση του χρόνου: «Τον πρώτο καιρό της φυλάκισης μου το πιο δύσκολο ήταν ότι σκεφτόμουν σαν ελεύθερος άνθρωπος, στη συνέχεια, είχα αποκλειστικά σκέψεις  ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥ », ή «Καταλάβαινα πολύ καλά ότι οι άνθρωποι θα με λησμονήσουν μετά το θάνατο μου», καθώς και η αιώνια μεταφυσική αγωνία: «Μα, αν δεν πεθάνετε σήμερα θα πεθάνετε αργότερα. Το ίδιο ερώτημα θ’ ανακύψει και τότε»
Aξιόλογες είναι οι σκέψεις του Καμύ σχετικά με την ΑΠΩΛΕΙΑ, τη ΣΤΟΡΓΗ και  το ΟΙΔΙΠΟΔΕΙΟ. Έτσι στη σ. 50 λέει: «δεν ξέρω γιατί ο νους μου πήγε στη μαμά», τονίζοντας αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα, ότι, δηλαδή, τα παιδιά όταν διαισθάνονται ή βιώνουν την απώλεια γίνονται πιο στοργικά, καθώς και στη σ. 130 λέει «τόσο κοντά στο θάνατο, η μαμά θα ‘νιωσε λυτρωμένη κι έτοιμη να ζήσει απ’ την αρχή».
Στο δεύτερο μέρος ο Καμύ  θίγει τα πιο ουσιαστικά και πιο βασανιστικά ζητήματα-ερωτήματα που απασχολούν τον σκεπτόμενο άνθρωπο. Στη σ. 73 εξομολογείται με την αφέλεια του μη μυημένου για τη δικαιοσύνη λέγοντας: «βρήκα πως ήταν εξαιρετικά βολικό που η δικαιοσύνη επιφορτιζόταν μ’ αυτές τις λεπτομέρειες, ότι δηλ. θα όριζε το σύστημα συνήγορο υπεράσπισης» και αμέσως μετά μονολογεί: «ήταν φανερό  ότι δεν είχα ποτέ άλλοτε πάρε δώσε με τη δικαιοσύνη » για να καταλήξει παρακάτω πως «όχι δεν υπήρχε διέξοδος και κανένας δεν μπορεί να διανοηθεί τι σημαίνει το βράδυ στη φυλακή»
Εξαιρετικές είναι οι σκέψεις του για την κοινωνία, τον περίγυρο μας, τους γύρω μας. Είναι πολύ δυνατή η φράση του πως οι ανακριτές είχαν «πληροφορηθεί» ότι ο ήρωας είχε δείξει  «αναισθησία» τη μέρα της κηδείας της μητέρας του. Εδώ εμφανίζεται η συμπλεγματική και ρηχή συμπεριφορά μιας κοινωνίας επιφανειακής, που ασχολείται με τα θέματα και τις συμπεριφορές των άλλων και όχι με την ουσιαστική αναγνώριση των προβλημάτων και την επίλυση τους σε ατομικό επίπεδο. Λίγο πιο κάτω εκστομίζει κάτι το τρομακτικό: «Όλα τα υγιή άτομα είχαν ευχηθεί , άλλο λίγο, άλλο πολύ, το θάνατο εκείνων που αγαπούσαν». Μία αλήθεια φοβερή που η κοινωνία δεν αντέχει γιατί βασίζεται και λειτουργεί με το ψέμα.
Στο λόγο του εισαγγελέα, που μιλά περιφρονητικά και ταπεινωτικά για τον ήρωα, αντιλαμβανόμαστε την υποκρισία σε όλο της το μεγαλείο, καθώς, επίσης, την άδικη καταδίκη της διαφορετικότητας σε κάθε άνθρωπο. Οτιδήποτε κινείται έξω απ’ τα όρια που το ίδιο το σύστημα αυθαίρετα έχει βάλλει για να το ελέγχει, είναι καταδικαστέο.
Στη σ.121 διατυπώνει μια πικρή διαπίστωση, μια κραυγή ενάντια στο κατεστημένο, λέγοντας πως «ο μηχανισμός συνέτριβε τα πάντα, σε σκότωναν διακριτικά, με λίγη ντροπή και πολλή ακρίβεια». Έτσι, είναι δικαιολογημένη η προθανάτια αγωνία: «πάσχιζα ωστόσο να φανταστώ τον εαυτό μου τη στιγμή ακριβώς που δε θ’ άκουγα πια τους χτύπους της καρδιάς μου, μάταια όμως», ή ο πεσιμισμός του «όμως ο καθένας γνωρίζει πως η ζωή δεν αξίζει τον κόπο να τη ζεις, ή «απ’ το που πεθαίνεις, το πώς και το πότε δεν έχουν σημασία», ακόμη και η προσωπική του στάση: «αρνήθηκα για άλλη μια φορά να δεχτώ τον ιερέα».
Εκείνο πάντως που είναι  μοναδικό  είναι οι μεγαλειώδεις φιλοσοφικοί εσωτερικοί μονόλογοι του ήρωα. «Τα ‘βαζα τότε με τον εαυτό μου που δεν είχα δώσει αρκετή προσοχή σε διηγήσεις σχετικές μ’ εκτελέσεις. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου συμβεί». Στη φράση αυτήν ζούμε αυτόματα τον παραλληλισμό με τα προσωπικά, οικογενειακά και κοινωνικά αδιέξοδα, όπου ο καθένας θα πρέπει από πριν να έχει σκεφτεί τη λύση, τον τρόπο απόδρασης.
«Το γεγονός ότι η απόφαση διαβιβάστηκε στις οχτώ το βράδυ κι όχι στις πέντε, το γεγονός ότι θα μπορούσε να είναι εντελώς διαφορετική». Μέσα από πολλές φορές τυχαία και συνηθισμένα γεγονότα κάποιοι άνθρωποι παίρνουν αποφάσεις που αφορούν τη ζωή ή το θάνατο κάποιων συνανθρώπων τους.
Στη σ.119 αναφέρεται με έμφαση στη μοναδικότητα της ζωής και στέλνει ένα αντιπολεμικό μήνυμα όταν λέει με παράπονο ότι δεν είχε γνωρίσει τον πατέρα του, που είχε σκοτωθεί στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Στη σ.128 μέσα απ’ την φράση  «δεν ήταν καν βέβαιος ότι ήταν ζωντανός αφού ζούσε σαν πεθαμένος» περιγράφει με τρόπο απλό και κυνικό συνάμα πως η συμβατική ζωή είναι θάνατος, ενώ στην αμέσως επόμενη σελίδα απαντά σ’ ένα συχνά αναπάντητο ερώτημα λέγοντας: «τι μ’ ένοιαζε … αφού ένα και μοναδικό πεπρωμένο έμελλε να επιλέξει εμένα».
Και το βιβλίο τελειώνει αναπάντεχα όταν ο άθεος, αδιάφορος και πεσιμιστής ήρωας καταδικάζει τη μοναξιά και την ύστατη στιγμή συμφιλιώνεται με την ελπίδα.
Θεωρώ πως το βιβλίο Ο ΞΕΝΟΣ του ΚΑΜΥ αποτελεί ένα μοναδικό γραπτό αριστούργημα με διαχρονική βαρύτητα και αξία.

Αλμπέρ Καμύ (1913-1960)
Πηγή φωτο: www.biblionet.gr

Βιολέττα Παπαδοπούλου
Πρώτα λίγα λόγια για τον συγγραφέα Αλ. Καμύ, μαχόμενο-στρατευμένο-φιλόσοφο-υπαρξιστή, που γεννήθηκε στο Αλγέρι το 1913 και ανατράφηκε από τη μητέρα του με δύσκολες οικονομικά συνθήκες, λόγω και της απουσίας του πατέρα, ο οποίος σκοτώθηκε στην μάχη του Μάρνη όταν ο Καμύ ήταν δύο ετών. Με υποτροφία φοίτησε σε ιδιωτικό γυμνάσιο, όπου αντιμετώπισε την εχθρότητα από τα παιδιά των μεγαλοαστών. Αρρώστησε από φυματίωση. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Αλγερίου. Έγινε μέλος του Κουμουνιστικού Κόμματος για έναν μόνο χρόνο, και ύστερα έκοψε κάθε δεσμό, λόγω διαφωνιών. Ήταν μέλος της γαλλικής αντίστασης. Το 1949 δημοσίευσε έκκληση για τους καταδικασμένου σε θάνατο στην Ελλάδα του εμφυλίου πολέμου.  Παντρεύτηκε δύο φορές. Το 1952 παραιτήθηκε από την Ουνέσκο, γιατί δέχτηκε ως μέλος την Ισπανία του Φράνκο. Το 1957 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ. Στις 4.1.1960 σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Έργα του. Θεατρικά: Ο Καλλιγούλας, Κατάσταση Πολιορκίας, Οι Δίκαιοι
Μυθιστορήματα: Η Πανούκλα, Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος, Η Πτώση, Ο ξένος.

Σχετικά με τον Ξένο, που εκδόθηκε το 1942, σε μια εποχή που κυριαρχούσε ο παραλογισμός τού πολέμου και οι φρικαλεότητες που προξενούσε ο άνθρωπος. Ο Μερσώ, ο ήρωας, είναι ένας άνθρωπος ξένος με τους γύρω και με την ίδια τη ζωή. Απορεί με τον τρόπο που οι άλλοι αισθάνονται ή σκέφτονται. Έχει επιφανειακές σχέσεις και αντιμετωπίζει μια κοινωνία που καταδικάζει όσους δεν ακολουθούν τους ηθικούς κανόνες της και δεν λειτουργούν με τους δικούς της όρους.
Με αδιαφορία αντιμετωπίζει το θάνατο της μητέρας του, συνάπτει ερωτικές σχέσεις, πενθεί τη μητέρα του, παρακολουθεί τη δίκη του. Το μόνο που νιώθει είναι οι εξωτερικές αλλαγές που επιδρούν στο σώμα του (κούραση, ζάλη) ή στην εμφάνιση των άλλων. Έρμαιο των γεγονότων, δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του και ξαγνιάζεται από ο μίσος του Εισαγγελέα ή από τη θανατική του καταδίκη.
Από την άλλη πλευρά, η δικαιοσύνη και η θρησκεία αντιμετωπίζουν την διαφορετικότητα ενός ανθρώπου μονολιθικά και τον καταδικάζουν με μεγάλη ευκολία. Σίγουρα ο ήρωάς μας ξαφνιάζει σαν μια πρώτη εντύπωση. Μας κάνει όμως να αναρωτιόμαστε μήπως τελικά η απάθειά του αυτή είναι το όπλο του απέναντι στη μοναξιά, τον θάνατο, τον πόνο, ζώντας σε μια κοινωνία παράλογη και ξένη, σε μια προσπάθεια να γίνει κοινωνικά αποδεκτός. Και μήπως όλοι μας υποκρινόμαστε μπροστά στο παράλογο των κοινωνικών μας απολιθωμένων σχέσεων, που μας οδηγούν στο να φοράμε μάσκες για να σκεπάσουμε το ανούσιο της ύπαρξής μας.

Ελένη Παπαστεργιάδου
Εγώ, αυτός ο ξένος!
Όσο διαφορετικός νιώθω, τόσο απομονώνομαι .Η μεγάλη ανάλυση μου λασκάρει την βίδα. Συναντώ τους άλλους και αναγνωρίζω το δικό μου ξένο(στοιχείο) σ' αυτούς. Στην αρχή τρομάζω, αλλά μετά μου αρέσει. Νιώθω οικειότητα και χαίρομαι. Σαν ερωτευτώ είναι το καλύτερό μου, ανεμελιά και άγιος ο Θεός.

Απολαμβάνω την ανεμελιά της Κυριακής, που δεν δουλεύω κιόλας. Λατρεύω τους γείτονές μου και ειδικά τον σκύλο του γερο-Σαλμάνο, που μου θυμίζει το άλλο μισό του εαυτού μου, που απεχθάνομαι αλλά δεν μπορώ να κάνω και χώρια του. Θαυμάζω τον Ραυμόν και ας τον λένε και προαγωγό. Είμαι κι εγώ ρατσιστής όπως αυτός, δεν γουστάρω τους αράπηδες, τι να κάνουμε! Περνάμε ωραία στην παρέα και παίρνω λίγο από την δόξα του. Από ατύχημα ή ίσως... σκότωσα έναν αράπη. Αυτή η παλιοκοινωνία με πέρασε από δίκη και κάθε άλλο από δίκαια ήταν. Την μπούχτισα κι αυτή και τις προσταγές της, που δεν αφήνουν κανέναν να είναι διαφορετικός, ελεύθερος και νομοταγής. Κοινώς, δεν αφήνει κανέναν να αγιάσει. Με έκλεισαν φυλακή. Εγώ θα βρω τρόπο να προσαρμοστώ ακόμα και μέσα στο κελί μου. Με καταδίκασαν σε θάνατο. Εδώ κάτι γίνεται. Αν και στο δικαστήριο μία φορά πήγα να κλάψω και μία ήθελα να αγκαλιάσω, γενικά δεν αισθάνομαι τίποτα. Έχω μέσα μου ένα κενό. Αλλά αυτό με τον παπά και με το ζόρι μετάνοια πάει πολύ. Καλά έκανα και τον έβρισα. Τόσα χρόνια μόνος μου, τώρα με νοιάστηκαν. Κάποτε όλοι θα πεθάνουμε. Τι τώρα, τι μετά. Η προϊσταμένη του ασύλου είχε πει: "αν πας σιγά θα πάθεις ηλίαση, αν πας γρήγορα, ιδρώνεις και κρυώνεις". Δεν υπάρχει διέξοδος. Ξένοι ερχόμαστε, ξένοι φεύγουμε. Τελικά να ζει κανείς ή να μη ζει;

Πηγή φωτο: www.mixanitouxronou.gr
Ιφιγένεια Θεοδωρίδου

Δυο λόγια για τον Ξένο (που για να είμαι συνεπής στο ραντεβού μας, το διάβασα χθες βράδυ): Ένας καύσωνας, η κηδεία της από τριετίας κλεισμένης στο άσυλο μητέρας, και ένας φόνος, συνθέτουν τη σκηνικό τούτου του βραδυφλεγούς δράματος.
Ο Μερσώ, το κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, ζει μια αδιάφορη και κυρίως, μια αντικοινωνική ζωή, χωρίς ενεργό ρόλο σ’ αυτήν. Οι σχέσεις που αναπτύσσει με τους γύρω του είναι επιφανειακές και χωρίς συναίσθημα. Αντιμετωπίζει τη ζωή με αδιαφορία  και απραξία, ξένος σε όσα του συμβαίνουν, ξένος με τους γύρω, θα λέγαμε υποταγμένος στη μοίρα.
Ο συγγραφέας "θύμα-θύτης" στήνει στο εδώλιο τον "ένοχο" ή, μετωνυμικά, όλα όσα συνιστούν την ενοχή. "Κάτω από τον θανατερό φωτισμό του πεπρωμένου, εμφανίζεται το ανώφελο". Μια δίκη παρωδία, με δυσδιάκριτα τα όρια του παραλόγου. Ο Μερσώ δικάζεται για το φόνο που διέπραξε σκοτώνοντας τον Άραβα, ή, για τον συμβολικό φόνο της μητέρας με το κλείσιμό της στο άσυλο;  Ή ακόμη (προεκτείνοντας τις αιτίες για το αιτιατό) δικάζεται για την κοντά ένα χρόνο απουσία του να επισκεφθεί τη μητέρα; Ή, για το... ούτε ένα δάκρυ στην κηδεία της; Πως πέτρωσε η καρδιά αυτού του παιδιού, που ενώ συνειδητοποιεί πως μπορεί να κάνει αυτό ή το άλλο, αδιαφορεί τελικά γι αυτό που επιλέγει; Πως μπορεί να είναι τόσο αδιάφορος, τόσο ξένος με τη ζωή του, τόσο αυτοκαταστροφικός; Να ‘ναι υπεύθυνη η πατρική απουσία;  Ποιος θα δικάσει τους υπεύθυνους των πολέμων που στερούν τα παιδιά από τον γεννήτορα;


Μέσα σε μια σειρά ο συγγραφέας συμπυκνώνει όλη τη φιλοσοφία του παράλογου, του παράξενου της φύσης, της πλήρους αποξένωσης από το κοινωνικό και ατομικό γίγνεσθαι: "Εγώ ήμουνα πάντα αυτός που θα πέθαινε, είτε τώρα, είτε μετά από είκοσι χρόνια."

Μνημείο στην πόλη  Βιλμπλεβέν, στον τόπο θανάτου του Καμύ


Παντελής Τρακιδης
Θυμάμαι πως κάποτε το διάβασα αυτό το βιβλίο, κάποτε το είχα. Θυμάμαι κάποια στιγμή που τακτοποιούσα την βιβλιοθήκη, πριν χρόνια, το έπιασα στα χέρια μου. Άραγε να το έδωσα σε κάποιον και να το ξέχασα; Που να βρίσκεται τώρα; Θα ψάξω καλά στη βιβλιοθήκη, θα δω τα βιβλία ένα προς ένα κι ας είναι εκατοντάδες. Αν το έχω θα το βρω γιατί είναι κρίμα να το αγοράσω ξανά ενώ το έχω.
Μετά από πολύ ώρα ψάξιμο πράγματι το βρήκα, όχι όμως εκεί που περίμενα να το βρω, δηλαδή στα ράφιά της ξένης λογοτεχνίας αλλά ανάμεσα σε κάτι χάρτες.
Το έπιασα στα χέρια μου και κάθισα στον καναπέ. Πόσα χρόνια άραγε να έχει που το διάβασα; Τι θυμάμαι απ’ αυτό; Τίποτα, εκτός από μια λέξη. Θλίψη. Αυτό μου ήρθε στο μυαλό μόνο.
Το άνοιξα κι άρχισα να διαβάζω, και όσο διάβαζα άρχισε να με τυλίγει πάλι μια παράξενη θλίψη, ώσπου ξαφνικά σα να ήρθε ένα χέρι και τράβηξε μια βαριά κουρτίνα και εμφανίστηκαν όλα μπροστά μου σαν κινηματογραφική ταινία.
Εύρος 1980, φυλάκιο 158. Χειμώνας, χιόνι, κρύο, παγωνιά. Μια σιγαλιά αβάσταχτη που μόνο το βαθύ χιόνι μπορεί να δώσει. Εγώ μέσα σε μια ξύλινη, ξεχαρβαλωμένη και σαρακοφαγωμένη σκοπιά καθισμένος κάτω και στα χέρια μου αυτό το μικρό βιβλιαράκι « Ο Ξένος, του Αλμπέρ Καμύ ».Διάβαζα και κάθε τόσο άλλαζα το χέρι που κρατούσα το βιβλίο και έφερνα τα ξυλιασμένα δάχτυλα του άλλου χεριού μπροστά στο στόμα και τα χουχούλιζα. Κάπου στη σελίδα που διάβαζα έλεγε ο ήρωας του βιβλίου.
«σκέφτηκα ότι, αν μ’ είχαν βάλει να ζήσω στην κουφάλα ενός ξερού δένδρου, με μοναδική απασχόληση να κοιτάζω τον ουρανό πάνω απ’ το κεφάλι μου, θα το συνήθιζα σιγά-σιγά κι αυτό. Θα περίμενα πότε θα περνούσαν τα πουλιά η πότε θα συναντιόνταν τα σύννεφα. Ε, λοιπόν αν το καλοσκεφτείς δεν ήμουν στην κουφάλα ενός ξερού δέντρου. Σίγουρα υπήρχαν και πιο δυστυχισμένοι από μένα. Αυτή την γνώμη είχε άλλωστε και η μαμά και συχνά την επαναλάμβανε, ότι δηλαδή δεν έχει και τόση σημασία γιατί στο τέλος όλα τα συνηθίζεις…»
Έκλεισα το βιβλίο και σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά στο ταβάνι της σκοπιάς. Μια σανίδα έλειπε και φαίνονταν ένα στενόμακρο κομμάτι ουρανού. Κοίταξα τον ουρανό από την χαραμάδα. Ένας μαύρος κότσυφας πέρασε από πάνω. Χαμογέλασα. Μήπως αυτή η παλιά ξύλινη σκοπιά με την τρύπια σκεπή δεν έμοιαζε με την κουφάλα ενός ξερού δέντρου; Μήπως κι εγώ δεν συνήθισα όλη αυτή την κατάσταση, δηλαδή να μην σκέφτομαι σαν ελεύθερος άνθρωπος αλλά σα φαντάρος; Τη σημασία έχει όμως, όλα τα συνηθίζεις, δίκιο έχει ο Καμύ.
Την επόμενη μέρα περίπολο στο ποτάμι. Είχα ακουμπήσει το όπλο σ’ ένα δέντρο και με τα χέρια στις τσέπες παρακολουθούσα αφηρημένος τα θολά νερά του ποταμού και σκεφτόμουν όλα όσα διάβασα στον «Ξένο». Ήμουν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις μου που δεν άκουσα καν το τζιπάκι του λοχαγού που ήρθε και στάθηκε πίσω μου.  «Δεν σου είπαν πως οι στρατιώτες δεν αφήνουν ποτέ το όπλο από τα χέρια τους;» είπε ο λοχαγός, βγάζοντάς με από τις σκέψεις μου.
«Μου το είπαν» απάντησα. 
«Άρα δεν θα φταίω εγώ αν σου ρίξω δέκα μέρες φυλακή έτσι δεν είναι;»
Τον κοίταξα και του είπα χωρίς πολύ σκέψη: «δεν έχει και τόση σημασία όσες και να μου ρίξεις».
«Κι αν σε περάσω στρατοδικείο;»
«Και πάλι δεν έχει και τόση σημασία», αποκρίθηκα.
Δεν μου απάντησε, μπήκε στο τζιπ φανερά απορημένος και έφυγε.


Τιμητική πλάκα στην Βίλμπλεβεν
Αρχοντούλα Διαβάτη
Διαβάζω τον ΞΕΝΟ του ΚΑΜΥ, ένα κακοπαθημένο βιβλίο απ’ τη δανειστική βιβλιοθήκη της γειτονιάς μου, στις εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ, η μετάφραση από τα Γαλλικά του Βασίλη Τομανά. Να μια  καλή σύμπτωση- δεν ήξερα ότι ο εκδότης μου, βραβευμένος μεταφραστής για τα βιβλία του ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ μεταφράζει και από τα Γαλλικά.Ναι, μου το επιβεβαιώνει στο τηλέφωνο.Και από τα Αγγλικά. Δεν το ήξερα ;
Oχι, δεν το ήξερα Ούτε ήξερα για τον Καμύ ότι παρόλη την επιτυχία του δεν υπήρξε ποτέ χαϊδεμένο παιδί της γαλλικής διανόησης, επειδή ήταν ακατάτακτος και δεν προσηλωνόταν στις ιδεολογίες από καιροσκοπισμό. Αντιστρατεύθηκε την πολιτική βία, αποκήρυξε στην πορεία και την ΑΡΙΣΤΕΡΑ και τον ΥΠΑΡΞΙΣΜΟ, διεκδίκησε την ελευθερία πάση θυσία .Διαβάζω στο νέο τεύχος -28 του Φεβρουαρίου- του the books journal το αφιέρωμα για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ΚΑΜΥ και τα νέα βιβλία που μεταφράζονται και στην Ελλάδα.  Διδάχτηκα τον ΞΕΝΟ στο Γαλλικό Ινστιτούτο το 1978 και έκτοτε ουδέν. Χτες το βράδι εσπευσμένα μπήκα στον οικείο κόσμο και να πάλι άλλη μια σύμπτωση.
Κάποιος αναγνώστης είχε γράψει με μολύβι τις εντυπώσεις του, από κάτω από το μυθιστόρημα, με μολύβι -καλλιγραφικά γράμματα. Καταπληκτικός χαρακτήρας. Τσαλαπατάει και γκρεμίζει τις ηθικές τους, τα «πρέπει» τους και τα μίζερα τακτοποιημένα συναισθήματά τους. Είναι αληθινός γι’ αυτό φαντάζει παράξενος. Το νόημα της ζωής του είναι πως η ζωή δεν έχει κανένα νόημα. Νομίζω ότι με έχει σημαδέψει, μ’ έχει αλλάξει. Από την πρώτη φορά που διάβασα το βιβλίο, μερικά χρόνια πριν, έχω αρχίσει να ψάχνομαι και δεν χωρώ πουθενά. Ίσως, πάντως,  να είναι απλώς μια ψευδαίσθηση. Το μέλλον θα δείξει. Θα μπορούσε να είναι ένας τριαντάρης, το παιδί μου ίσως.
Σήμερα, απέναντι στο παλιό διάβασμα του βιβλίου, στο παιδί αυτό, στη σημερινή μου ανάγνωση, τι έχω να  πω; Μου αρέσει πολύ. Το ύφος κομψό, λιτό σαν παρτιτούρα, όπως αφήνει τις εικόνες και τις αισθήσεις να διαγράφονται -καθώς μόνον αυτές εμπιστεύεται ο Μερσώ- μου αρέσει πολύ. Ο Μερσώ καθώς κοιτάζει με βλάσφημη -θα έλεγα- παρατηρητικότητα το πρόσωπο του κυρίου Περέζ, του φίλου της μητέρας, τη μέρα της κηδείας -ο ήλιος έκαμνε το τοπίο να τρεμουλιάζει- μελαγχολική ανάπαυλα το βράδυ, η μυρωδιά της νύχτας. Και αργότερα, δυστυχισμένος στη φυλακή, παγιδευμένος, με τις σκέψεις ελεύθερου ανθρώπου που επιθυμεί να βρεθεί στην ακροθαλασσιά, με μοναδική επιθυμία να κοιτάζει τον ουρανό να ανθίζει πάνω από το κεφάλι του και τη χωμάτινη διαπίστωσή του ότι συνηθίζεις τα πάντα που μου θύμισε το βιβλίο του ΙΜΡΕ ΚΕΡΤΕΣ,  Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ: «ακόμα κι εκεί στα βασανιστήρια υπήρχε κάτι σαν ευτυχία...»
ΤΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ, όλη η ανάλυση των καθηγητών μου ήταν για το παράλογο της ύπαρξης.Το ύφος και η γραφή είναι μοναδικά. Ως  roman a cle δεν έχει να μου δώσει τίποτα. Η αυθεντικότητα της ύπαρξης  και μόνον αυτή σώζει τον άνθρωπο. Δεν συμφωνώ εννοείται.                                            

Παύλος Νεράντζης
Από την πρώτη κιόλας αράδα ο συγγραφέας μάς προϊδεάζει για τον χαρακτήρα του ήρωά του, του Μερσό. «Σήμερα πέθανε η μαμά. Μπορεί και χθες, δεν ξέρω». Πέρα από την τραγικότητα του θανάτου, εκείνο το «δεν ξέρω», που υποδηλώνει τη στάση του Μερσό στο άκουσμα της απώλειας του πλέον αγαπημένου προσώπου που έχει ο κάθε άνθρωπος, κυριολεκτικά τρομάζει τον αναγνώστη. Τον συγκλονίζει. Τον φέρνει αντιμέτωπο με την προσωπικότητα ενός ατόμου που παρότι φαίνεται ν΄ αγαπούσε τη μητέρα του, όχι μόνο δεν θέλει να πληροφορηθεί για ένα γεγονός τέτοιας σημασίας, αλλά δεν λυπάται. Είναι αδιάφορος.
Αυτή η αδιαφορία είναι διάχυτη στις επόμενες σελίδες και μέχρι το τέλος του βιβλίου. Ο Μερσό είναι αδιάφορος για όλα, για ό,τι συμβαίνει γύρω του. Για τη σχέση του με μία γυναίκα, η οποία δεν δηλώνει απλά, αλλά εκφράζει με κάθε τρόπο τον έρωτά της για αυτόν. Για την επαγγελματική του ανέλιξη, όταν του προτείνεται να εργαστεί στο Παρίσι, με τους γείτονές του, παρότι τους εξυπηρετεί, αδιάφορος στο να αναπτύξει φιλικές σχέσεις μαζί τους.
Ο Μερσό, ωστόσο, που δεν έχει επιθυμίες, που δεν έχει ενδιαφέροντα, απλά παρατηρεί (υπέροχη η περιγραφή της κίνησης στον δρόμο κάτω από το μπαλκόνι του σπιτιού του) δεν  δηλώνει, ούτε δείχνει να παραιτείται από τη ζωή. Αντίθετα συμμετέχει, συζητά, δρα, αλλά χωρίς συναισθήματα, χωρίς σκέψεις, με μία απόσταση ακόμη και από τα πράγματα που αφορούν τον ίδιο.
Ο Μαρσό είναι αδιάφορος στη δική του ζωή, στη ζωή των άλλων, αλλά και στο θάνατο, το δικό του, αλλά και των άλλων, εξ΄ου και η ευκολία με την οποία πυροβολεί, χωρίς να υπάρχει κίνητρο, πράγμα που διαπιστώνουν οι ανακριτές, ο δικηγόρος του, οι δικαστές στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας στη δίκη του. Όπως επίσης είναι σαφές ότι δείχνει την ίδια αδιαφορία για τη μετά-θάνατο ζωή. Ο Μερσό δεν μετανιώνει για τίποτε, όσο ειδεχθές ή και καλό να είναι αυτό που έχει πράξει, και ευχαριστιέται όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή του (αυτό διηγείται) που ο ανακριτής του έλεγε «Τελειώσαμε για σήμερα Αντίχριστε».
Ο Καμύ, που έγραψε τον Ξένο σε ηλικία 25 ετών, το 1938 (το έργο εκδόθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα), «παίζοντας» με το δίπολο «ζωή-θάνατος», «έρωτας-απώλεια», περιγράφει σε πρώτο πρόσωπο γεγονότα, μόνο γεγονότα, τα οποία δύσκολα μπορεί κάποιος να τα ερμηνεύσει πραγματικά. Μέσα, όμως, από αυτήν την εξιστόρηση εν είδει ημερολογίου, χρησιμοποιώντας μία απλή γλώσσα, χωρίς περιστροφές, ο Καμύ αναδεικνύει την ακραία μορφή της απανθρωπιάς. Ενός ακραίου κυνισμού που δεν εκδηλώνεται με την ωμή βία εναντίον του περιβάλλοντος του Μερσό, εναντίον του ίδιου του ήρωα, παρά μόνο τη στιγμή του εγκλήματος.
Πρόκειται, αντίθετα, για έναν κυνισμό, μία απάθεια απόλυτη, που θα την χαρακτήριζα συμπαντική. Όπως μέσα στο σύμπαν τα σώματα κινούνται χωρίς συναισθήματα, έτσι και ο Μαρσό κινείται μέσα στη ζωή. Ο ίδιος είναι κενός. ΚΕΝΟΣ. Οδηγείται από τη μοίρα (για όσους πιστεύουν στην προδιαγεγραμμένη πορεία της ζωής σε κάθε άνθρωπο), χωρίς φόβο, δίχως οργή ή πόνο. Είναι ξένος στη ζωή και στο θάνατο. Δεν έχει αντίληψη του εαυτού του. Το μοναδικό που νιώθει ο ήρωας είναι ο καυτός ήλιος, το λαμπερό φως και η ζέστη που εκπέμπει (σκηνές από την πορεία μεταφοράς της σωρού της μητέρας του, στην παραλία όπου κάνει μπάνιο με τους «φίλους» του).
Ο Καμύ βεβαίως δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει τους λόγους αυτής της αδιαφορίας, που χαρακτηρίζει τον ήρωά του, αλλά διαβάζοντας κανείς την «Πανούκλα», αντιλαμβάνεται ότι για τον συγγραφέα το αντίδοτο στην απεγνωσμένη μοναξιά του Ξένου είναι η ανθρώπινη αλληλεγγύη.
Όπως διαβάζοντας τον «Μέγα Γκάτσμπυ» του Φιτζέραλντ, που ενσαρκώνει το αμερικάνικο όνειρο και την παρακμή, μου ήρθε στο νου η Αμερική του Κέρουακ και του Μπουκόφσκι, διαβάζοντας τον «Ξένο», σκέφτηκα τη «Δίκη» του Κάφκα και το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι. Στη «Δίκη» ο ήρωας συλλαμβάνεται χωρίς να γνωρίζει το λόγο που συνελήφθη (γιατί για τον Κάφκα η ενοχή προϋπάρχει της τιμωρίας), ενώ στο «Έγκλημα και Τιμωρία» ο ήρωας εγκληματεί γιατί νοιώθει Ναπολέων. Στον «Ξένο» ο ήρωας εγκληματεί χωρίς λόγο, ούτε τον ενδιαφέρει να «το ψάξει», ούτε έχει ενοχές.
Κι ένα τελευταίο ερώτημα: Πόσοι Μαρσό, πόσοι Ξένοι υπάρχουν δίπλα μας;
Info

Ο Ξένος ενέπνευσε τους Cure που τραγούδησαν το Killing an Arab και τους Tuxedomoon που τραγούδησαν το The Stranger. Στο σινεμά τον Βισκόντι (1967) και τον Τούρκο Zeki Demirkubuz, που σκηνοθέτησε τη «Μοίρα» (2001). 
          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου