Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει
Ξενόγλωσσος τίτλος: VIVIR PARA CONTARLA
Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου- Μπαράχας
Εκδόσεις: ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ
Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, 1983
13-6-2011
Βιβλίο 16ο
Πρόταση του Ηλία Κουτσούκου
Μαρία Τριανταφυλλίδου
Είχα απ’ την αρχή την αίσθηση πως ο Gabriel Garcia Marquez περιέγραφε τον εαυτό του.
Αργές οι κινήσεις, σιωπηλές, προσεκτικές, σοβαρές,
στοχαστικές, αξιοπρεπείς, δείχνουν έναν άνθρωπο που προσπαθεί με αγωνία
ανομολόγητη να ζήσει τη ζωή του μέχρι το τέλος της. Η ελπίδα που δε λέει να
σβήσει, η προσμονή που δίνει αντοχή, που αφήνει το χρόνο να κυλά, που
ξοδιάζεται, που επαναστατεί για την ψυχή που έχει ένα πετεινάρι... «τον
ανατρίχιασε ο ζεστός και βαθύς παλμός του ζώου. Σκέφτηκε πως ποτέ δεν είχε
κρατήσει ένα πράγμα τόσο ζωντανό μες στα χέρια του» (σελ. 81) και μάλιστα όταν
«Αυτή η κηδεία είναι μεγάλο γεγονός... Είναι ο πρώτος που πεθαίνει από φυσικό
θάνατο εδώ και πολλά χρόνια» (σελ. 13) Βρίσκει τον τρόπο ο συγγραφέας να μας τοποθετήσει
στον τόπο, στο χρόνο, στις συνθήκες.
Όμως, με τα δυο νομίσματα που έμειναν απ’ τη
ραπτομηχανή του γιου τους, η ζυγαριά έγειρε πάλι στον πετεινό: «Αγόρασε το
καλαμπόκι. Ο Θεός θα βρει έναν τρόπο να μας βοηθήσει» (σελ. 31) είπε η γυναίκα·
και όμως, το είπε!
Ζόρικα πράγματα, αναρωτιέμαι για μας... παρηγοριά...
«κανείς δεν πεθαίνει σε τρεις μήνες» είπε ο συνταγματάρχης (σελ. 48) Σε
τέσσερα, πέντε χρόνια όμως; Άραγε σε πόσα; Πόσο αντέχει ο άνθρωπος; αναρωτιέμαι
για μας...
Κι έρχονται στιγμές που η ζωή, αυτή που
αγκομαχάει να κρατηθεί, συναπαντιέται με τον θάνατο σε «κάτι μικρά και
στρογγυλά μάτια νυχτερίδας. Μέσα σ’ ένα λεπτό ένιωσε εκείνα τα μάτια να τον
καταπίνουν, να τον λιώνουν, να τον χωνεύουν και να τον ξερνούν» (σελ. 76) η
αξία της ζωής σε τέσσερις λέξεις!
Αλλά γρήγορα συνέρχεται και αστειεύεται: «Θα
πρέπει να είναι πολύ νόστιμα τα γουρούνια που πάχυναν με τριαντάφυλλα» (σελ.
78)
Σαράντα πέντε μέρες ακόμα μέχρι την
απελπισία και εβδομήντα πέντε χρόνια της ζωής του, για να ομολογήσει «σκατά». Η
ομολογία της ζωής του· κι «ένιωσε αγνός, σαφής, ανίκητος». (σελ. 90) Χόρτασε; Ποιος νοιάζεται πια... Νίκησε!
Η γραφή του συγγραφέα ανεπιτήδευτη, γοργή,
περιγράφει ωστόσο μια ατμόσφαιρα τελματωμένη, χαύνη, πνιγηρή· δε χάνεται όταν
λεπτολογεί, «όσο περιεργαζόταν τη βλάστηση που ξέσπαγε σε χτυπητά πράσινα, τα
μικροσκοπικά τσαντίρια των σκουληκιών στη λάσπη ο συνταγματάρχης ένιωσε ξανά
τον καταραμένο μήνα στα σπλάχνα του» (σελ. 10). Και αλλού, «Ήταν ένας νωχελικός
Ανατολίτης ντυμένος απ’ την κορφή ως τα νύχια μ’ ένα λείο και τεντωμένο δέρμα,
με αργές κινήσεις πνιγμένου» (σελ. 79) και πόσα άλλα σημεία...
Χειρίζεται με μαεστρία τις λέξεις, «σε μια
θαυμάσια ώρα καμωμένη από ένα φως αμεταχείριστο ακόμα» (σελ. 79) και
κυριολεκτεί! Φιλοσοφεί με τον τρόπο του «Οι ψευδαισθήσεις δεν τρώγονται· δεν
τρώγονται, αλλά τρέφουν» (σελ. 59) «Όποιος μπορεί να περιμένει πολύ, μπορεί να
περιμένει και λίγο ακόμα» (σελ. 42)
Ένας άνθρωπος στη μοναξιά του που τη βιώνει στάλα
στάλα σε έναν περίγυρο πολύβουο.
Ένας άνθρωπος μονάχος να παίζει στη σκηνή,
στο σπίτι του, στου κουμπάρου, στην αρένα, στο λιμάνι, με ένα μόνο
χαρακτηριστικό αντικείμενο σε κάθε χώρο από αυτούς, μόνος, κατάμονος, ο μόνος
ηθοποιός να συνδιαλέγεται με τις προβολές γύρω του, με τους επίπεδους ανθρώπους
της οθόνης, πίσω του, δεξιά, αριστερά του. Στην τελευταία του λέξη σιγούν τα
πάντα, παγώνουν οι σκηνές, φωτίζεται έντονα μόνον αυτός.