Νίκος Ματενίδης
Ο Χάρτης και οι επιστολές σε περνάνε στην ατμόσφαιρα και
στον τόπο που θα ταξιδέψεις. Γιατί τί άλλο είναι αυτό το βιβλίο, παρά ένα
ταξίδι, στις αρχές τού 19ου αιώνα, στην άκρη αυτής της μακρινής χώρας. Σε έναν
τόπο, που δεν είχε τα αποτελέσματα της αναγέννησης στην Κεντρική Ευρώπη, της ανανέωσης
των ιδεών. Ίσως, στον μακρινό Βορά να μην υπήρξε αυτή η επιρροή, για αυτό ο
μεσαίωνας φώλιαζε ακόμα στον ιστό της κοινωνίας. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί
δημοσιογραφικό ύφος στην αφήγηση, όμως το πρώτο πρόσωπο της καταδικασμένης,
αγγίζει αυτό του Τέρενς Μάλικ όταν περιγράφει την ψυχολογική διάθεση του ήρωα,
όταν αυτός έρχεται σε επαφή με τη φύση.
Δυνατοί χαρακτήρες με αυτόνομη σκέψη, δίνουν στον αναγνώστη την ευκαιρία για
ψυχολογική γνώση. Η Μαργκρέτ, κυρίαρχη στο σπίτι, τρυφερή, έχω την αίσθηση ότι
για αυτήν γράφτηκε το βιβλίο. Ο Ιερέας, σαν φιγούρα του Nathaniel Hawthorne από
το άλικο γράμμα, αγαπά με ένα τρόπο
που σε αφοπλίζει. Οι δύο αδελφές καλύπτουν την αντίθεση που χρειάζεται, για
τις ανάγκες της ιστορίας.
Τέλος, πόση ποίηση υπάρχει στην φράση της ετοιμοθάνατης: Κι εγώ τον αγάπησα, επειδή μ’ έκανε να νιώθω πως ήμουν αρκετή.
Βιολέττα Παπαδοπούλου
Ένα συγκλονιστικό βιβλίο
της αυστραλής συγγραφέως, με γραφή εξαιρετική, με αφήγηση ποιητική, με
περιγραφές της σκληρής και άγριας φύσης της Ισλανδίας του 19ου αι., των πολύ δύσκολων συνθηκών
διαβίωσης των αγροτών και των υπηρετών. Της μειονεκτικότατης σχέσης της
γυναίκας και δη ορφανής ή ανύπαντρης μητέρας ή παραδουλεύτρας, καθώς και του
πόσο φοβούνται οι άντρες την χειραφέτηση ή το μυαλό τους.
Σε όλο το έργο οι γυναίκες
υποφέρουν και πεθαίνουν νέες, έχοντας σαν καθήκον τους τις αγροτικές δουλειές
και τις δουλειές του σπιτιού, μαζί με την εγκυμοσύνη και το μεγάλωμα των
παιδιών.
Αντίθετα, από την άλλη
πλευρά, ο Νομαρχιακός Επίτροπος Μπγιόρν Μπλόνταλ, ζει με όλες τις ανέσεις, μέσα
σε ένα ζεστό και άνετο σπίτι, με γεμάτα κελάρια, με τζάμια στα παράθυρα και
πολλούς υπηρέτες. Και επιπλέον, διατάζει τους πάντες να κάνουν αυτό που θέλει,
αδιαφορώντας αν αυτό είναι ή όχι δίκαιο, ή αποφασίζει για την ενοχή και την
θανάτωση ή την απονομή χάριτος.
Όσο ξετυλίγεται η ιστορία,
η κεντρική ηρωίδα ΄Αγκνους (= Αγνή) Μάγκνουστότιρ, η φόνισσα εραστή της Νάταν,
ένα πλάσμα αποτρόπαιο στην αρχή, ενώ στέλνεται από τον Μπλόνταλ να περάσει τους
τελευταίους μήνες της ζωής της με την οικογένεια του Νομαρχιακού Υπαλλήλου Γιον
Γιόνσον, ξεδιπλώνει μία-μία τις συμφορές της ιστορίας της ζωής της, που την
έζησε μέσα στην εγκατάλειψη, την ανέχεια, τον φόβο, τη βία, την σωματική και
ψυχική εκμετάλλευση, το κρύο, τη μοναξιά, τις ενοχές που ένιωθε για ό,τι στραβό
της συνέβαινε.
Ο μόνος που αγάπησε
απεριόριστα, μετά τη Μάνα, τη βιολογική, που την εγκατέλειψε και τη θετή, που
πέθανε, ο Νάταν, ένας μάγος-γιατρός, με έντονες συναισθηματικές μεταπτώσεις,
χειριστικός και με την ΄Αγκνες και με τη Σίγκα, ερωμένες του και οι δύο
ταυτόχρονα και με όσους ανθρώπους γνώρισε, άντρες ή γυναίκες, ένας άνθρωπος που
την οδήγησε στην καταστροφή και τον οποίο αναγκάστηκε να μαχαιρώσει για να
πεθάνει γρηγορότερα και να μην υποφέρει από τα χτυπήματα του Φρίντικ, που
μισούσε τον Νάταν.
Η κοινωνία από την άλλη,
περιχαρακωμένη και φοβισμένη, όπως πάντα, πιστεύει ό,τι είναι κακό και
πικρόχολο και καταδικάζει ασυζητητί την ΄Αγκνες.
Οι μόνοι που την κατάλαβαν
και της έδειξαν συμπαράσταση και τρυφερότητα, είναι η Μάργκρετ, η σύζυγος του
νομαρχιακού Υπαλλήλου, που αποτελεί κορυφαίο χαρακτήρα, ταυτόχρονα σκληρό, εξ
ανάγκης από την τη ζωή που ζει και τρυφερός, όταν καταλαβαίνει το μέγεθος της
δυστυχίας της ΄Αγκνες καθώς και ο νεαρός εφημέριος Τόττι, που θα έδινε και τη
ζωή του, για να απαλύνει τον πόνο των τελευταίων ημερών της ΄Αγκνες. Στο τέλος
βέβαια και όλη η οικογένεια Γιόνσον, που την αγκαλιάζει με τον τρόπο της.
Αρκετές και οι
θρησκευτικές αναφορές στο βιβλίο και στα αιώνια φιλοσοφικά και μεταφυσικά
αναπάντητα ερωτήματα του ανθρώπου.
Οι κεντρικοί χαρακτήρες
μου θυμίζουν, σε σχέση με τη θρησκεία μας, την Παναγία η Μάργκρετ, τον Χριστό ο
Τόττι και την Μαρία Μαγδαληνή η Άγκνες.
Χριστιάνα
Βέλλου
Το βιβλίο με δυσκόλεψε
πολύ, αλλά τελικά μου άρεσε. Μέσα από μια αληθινή ιστορία ενός διπλού φόνου
στην Ισλανδία του 1830, μας παρουσιάζεται η κουλτούρα ενός λαού, πολύ
μακρινού από μας, με πολλές προκαταλήψεις, πολύ κλειστή σκέψη, πολύ φτώχεια και
βεβαία την εκκλησία να τους καθοδηγεί έντονα.
Οι περιγραφές της
συγγραφέως είναι όμορφες και πολύ ζωντανές. Ο τρόπος γραφής επίσης ευρηματικός
, σε πρώτο πρόσωπο οι σκέψεις της ΄Αγκνες, σε διάλογο όλη η πλοκή του μύθου. Με
εντυπωσίασε το γεγονός πως μια Αυστραλή νέα κοπέλα έκανε τόσο συστηματική
έρευνα γύρω από ένα πραγματικό γεγονός το οποίο συνέβη δυο αιώνες πριν στην
άλλη άκρη του πλανήτη και έφτιαξε ένα βιβλίο που πραγματικά σε μεταφέρει
σε άλλο χρόνο και τόπο.
Πιστεύω πως αυτά που θα
θυμάμαι από τις περιγραφές του βιβλίου πιο έντονα , είναι το κρύο που κυριαρχεί
στην χώρα και τελικά σε εξαντλεί, το οποίο ένιωσα σαν αναγνώστης , και το
γκρίζο φως το οποίο σε απομονώνει όπως συνέβη και με την ηρωίδα.
Κλεοπάτρα Τσάκουρη
Έθιμα ταφής, μια ιστορία βασισμένη σε
αληθινά γεγονότα στη Β. Ισλανδία το 1829. Ο τίτλος του βιβλίου σε
παραπέμπει στη τελευταία πράξη του παιχνιδιού που λέγεται ζωή στο θάνατο.
Η Άγκνες κεντρική ηρωίδα
του βιβλίου, μια τραγική φυσιογνωμία που διέπραξε έγκλημα σκοτώνοντας τον
εραστή της, τους τελευταίους μήνες της ζωής της, πριν την εκτέλεση με
απαγχονισμό, μένει φιλοξενούμενη σ’ ένα αγρόκτημα νομαρχιακού υπαλλήλου της
περιοχής. Ο φόβος για την φόνισσα μετατρέπεται σταδιακά με την διήγηση της
ιστορίας στον ιερωμένο, σε φροντίδα, κατανόηση, λύπη για την καταδίκη της. Η
πνευματική πράξη να δώσει το τέλος, να επιφέρει το θάνατο στον εραστή της με
εκατό μαχαιριές, για το θολωμένο μυαλό της Άγκνες είναι λύτρωση γι’ αυτόν,
πράξη αγάπης και όχι μίσους, η ίδια τα θεωρεί φιλιά, που ο ετοιμοθάνατος
εραστής τα περιμένει με ευγνωμοσύνη.
Η Άγκνες είναι διφορούμενη
προσωπικότητα, είναι ικανή για το καλύτερο: φροντίζει με τις συμβουλές της, τα
βότανα της την άρρωστη γυναίκα που την φιλοξενεί, αλλά και για το χειρότερο. Αυτό
μας προβληματίζει, μας κάνει να νιώσουμε βαθιά ότι κάθε άνθρωπος, ακόμα και
δολοφόνος, έχει καλές στιγμές, αξίζει να σκύψουμε πάνω του, να ακούσουμε τις
σκέψεις του, να καταλάβουμε τα βαθύτερα αίτια της πράξης του.
Ντίνα Παπαδοπούλου
Ένα μυθιστόρημα βασισμένο
σε πραγματικά περιστατικά του 19ουαιώνα
και συγκεκριμένα στην τελευταία θανατική εκτέλεση στην Ισλανδία. Είναι το πρώτο
βιβλίο μιας αυστραλής, που βρέθηκε με υποτροφία στην Ισλανδία. Έγινε
τελικά best seller και κέρδισε πολλά βραβεία.
Οι περιγραφές της των
αρκτικών εποχών είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες. Γράφει με τον δικό της ιδιαίτερο
τρόπο για το καλοκαίρι «ο ήλιος ζέσταινε τα κόκκαλα της γης» και παρακάτω «το
φθινόπωρο σπρωχνόταν από έναν άνεμο, που οδηγούσε τις νιφάδες...», «η
ανάσα μου ξεκολλούσε από τα χείλη μου σαν άσπρο συννεφάκι». Η πλοκή είναι
σφιχτοδεμένη, δεν κάνει κοιλιά αν εξαιρέσουμε το πρώτο μέρος με τις πολλές
περιγραφές της δύσκολης και άγριας ζωής των χωρικών. Η Άγκνες απευθύνεται στον
αναγνώστη σε πρώτο πρόσωπο με τόσο άμεσες και δυνατές προτάσεις που πολλές
φορές σταματάς και τις ξαναδιαβάζεις. Την ακούμε ακόμα άμεσα όταν διηγείται την
ιστορία της στον Τότι, τον νεαρό εφημέριο. Σ’ αυτές τις κοινωνίες και τις
εποχές κάθε μέρα είναι μια μάχη για την επιβίωση και κυρίως για τις γυναίκες.
Και αναρωτήθηκα πως μια γυναίκα ελπίζει ν’ αντέξει όταν η ζωή της εξαρτάται από
τις ιστορίες που λεν οι άλλοι γι’ αυτήν. Δεν μπορούσαν να δεχτούν το γεγονός
πως η Άγκνες ήταν μια γυναίκα έξυπνη, όμορφη και με πολλές γνώσεις στα θέματα
της καθημερινής ζωής και της φόρτωναν όλες τις κακιές ιδιότητες.
Έχει την δική της
κοσμοθεωρία και άποψη για τους συνανθρώπους της. Λέει στη σελ. 60, «τα πλάσματα
πρέπει κανείς να τ’ αγαπάει για την σοφία τους, όταν δεν μπορεί να τ’ αγαπήσει
για την καλοσύνη τους».
Υπάρχει μια σκληρότητα
στις συζητήσεις, είναι απλές και κοφτές. Οι άνθρωποι είναι σκληροί σαν το τοπίο
και τις συνθήκες της ζωής τους και επηρεασμένοι από τις επιταγές του
Λουθηρανισμού, αυστηρή πειθαρχία, τυφλή υπακοή, ακαμψία στην συμπεριφορά. Μου
θύμισε κάπως το βιβλίο του Σεμπάστιαν Μπάρυ, « Μυστική γραφή». Πάντα την
πλήρωναν οι γυναίκες αν και σήκωναν όλο το βάρος της καθημερινής ζωής, κάτι που
συμβαίνει και σήμερα κάποιες φορές.
Χριστίνα Βουμβουράκη
Βασισμένο σε πραγματική ιστορία, το
βιβλίο «Έθιμα ταφής», μας αφηγείται συμβάντα από την ζωή και τον θάνατο της Άγκνες
Μάγκνουσντότιρ, της τελευταίας θανατοποινίτισσας της Ισλανδίας, η όποια εκτελέστηκε
με αποκεφαλισμό το 1830. Τα συμβάντα αυτά, τραγικά ως επί το πλείστον, που «ξέθαψε»
με ερευνητικό μόχθο η συγγραφέας Χάνα Κέντ, μας ταξιδεύουν με μαεστρία στον
χρόνο και στον χώρο για να μας μιλήσουν για ζητήματα πανανθρώπινα και
διαχρονικά με έντονα κοινωνική διάσταση και εμφανείς ηθικολογικές προεκτάσεις.
Το ανάγνωσμα μεταλλάσσεται σιγά σιγά
από ηθογραφία σε ψυχογράφημα που καταλήγει σε γκραν γκινιόλ ρεπορτάζ. Αν κάτι
με ενοχλεί σε ο,τι διάβασα είναι «η αγιοποίηση» της πρωταγωνίστριας του
δράματος. Καταδικάζοντας το ένα άκρο η συγγραφέας οδηγείται στο άλλο, είτε
γιατί επιδιώκει να κερδίσει την συγκίνηση του αναγνώστη είτε επειδή και η ίδια
έχει αγαπήσει υπερβολικά την ηρωίδα της.
Δεν την πιστεύω την ηρωίδα που
κατασκεύασε η Κέντ ως αληθινή. Δεν πιστεύω
πως μπορείς να έχεις αφαιρέσει με τα ιδία σου τα χέρια την ζωή ενός ανθρώπου
που αγάπησες και να θέλεις να ζήσεις τόσο πολύ.